-
1 μετα-βολή
μετα-βολή, ἡ, das Umwerfen, Umsetzen, die Veränderung; μεταβολαὶ ἱστίων, wenn der Wind sich ändert, Pind. P. 4, 292; κακῶν, Eur. Herc. Fur. 734; λίαν διδοῦσα μεταβολάς I. T. 722, öfter; αἱ μεταβολαὶ τῶν ὡρέων, bes. plötzlicher Witterungswechsel, Her. 2, 77; ἡ μεταβολὴ ἡ ἐς Ἕλληνας, 1, 57, bezieht sich auf die Veränderung der Volksnamen in den der Hellenen; κακοῦ εἰς ἀγαϑόν Plat. Ax. 366 b, öfter; ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Rep. VIII, 553 d; ἐκ προστάτου ἐπὶ τύραννον 565 d, öfter, s. auch μεταβάλλω. Oft bei den Oratt.; μεταβολὴ πολλή μοι ἐγένετο, Is. 1, 1; καὶ μετάστασις, Dem. 2, 13; Sp., ἡ περὶ τὸν βίον μετ., Plut. Them. 3; ἡ πρὸς τὸ βέλτιον μετ., Luc. V. H. 1, 30, wie εἰς τοὐναντίον, Pol. 6, 3, 1; ἐπὶ τὸ χεῖρον, 18, 6, 6; auch ἡ πρὸς τοὺς Ῥωμαίους μετ., der Abfall zu den Römern, 9, 26, 2 u. öfter; Pol. braucht es auch oft von tactischen Bewegungen und Schwenkungen, 11, 18. 1, 50. 51; ἐκ μεταβολῆς, umgekehrt, 1, 61, 7; D. Sic. 13, 24. – Veränderlichkeit, im plur., Xen. Hell. 2, 3, 33.
-
2 παλιμ-μετα-βολή
παλιμ-μετα-βολή, ἡ, das Wiederumändern.
-
3 ἀντι-μετα-βολή
ἀντι-μετα-βολή, ἡ, Umänderung, Verwandlung.
-
4 μεταβολή
μετα-βολή, ἡ, u. μετα-βολία, ἡ, das Umwerfen, Umsetzen, die Veränderung; μεταβολαὶ ἱστίων, wenn der Wind sich ändert; αἱ μεταβολαὶ τῶν ὡρέων, bes. plötzlicher Witterungswechsel; ἡ μεταβολὴ ἡ ἐς Ἕλληνας, bezieht sich auf die Veränderung der Volksnamen in den der Hellenen; ἡ πρὸς τοὺς Ῥωμαίους μετ., der Abfall zu den Römern; von taktischen Bewegungen und Schwenkungen; ἐκ μεταβολῆς, umgekehrt -
5 μεταβολη
ἥ1) поворачивание, поворот(ἱστίων Pind.; ἥ πρὸς τὸ βέλτιον μ. Luc.)
ἐκ μεταβολῆς Polyb. — наоборот, напротив2) смена, перемена(ἱματίων Xen.; τῶν ὡρέων Her.)
3) изменение, превращение(ἐκ προστάτου ἐπὴ τύραννον, ἐκ φιλοτίμου εἰς φιλοχρήματον Plat.)
ἀπραγμοσύνης μ. Thuc. — обращение к бездеятельности, утрата активности4) переход(ἐς Ἕλληνας Her.; πρὸς Ῥωμαίους Polyb.)
ἐκ τοῦ εἶναι ἐπὴ τὸ μέ εἶναι μ. Plat. — переход из бытия в небытие;ἥ ἐναντία μ. Thuc. — переход в нечто противоположное, т.е. коренные изменения5) прекращение, конецμ. κακῶν Eur. — конец злодействам;
μ. τῆς ἡμέρης Her. и μ. ἡλίου Plat. — затмение солнца;τῶν πολιτειῶν αἱ μεταβολαὴ καὴ ἐπιδοχαί Thuc. — государственные перевороты6) перемещение, переселение, странствование(ἐκ τῶν ἐσχάτων τόπων Arst.)
7) pl. изменчивость, непостоянство(τινος Xen.)
8) меновая торговля, товарообмен(ἐπὴ μεταβολῇ πλεῖν Thuc.)
-
6 ἀντιμεταβολή
ἀντι-μετα-βολή, Umänderung, Verwandlung -
7 παλιμμεταβολή
παλιμ-μετα-βολή, ἡ, das Wiederumändern -
8 Throw
v. trans.P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. ἱέναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν.Throw in wrestling: Ar. and P. καταπαλαίειν (the passage in Eur., I. A. 1013, is doubtful), P. and V. καταβάλλειν.Trip up: P. ὑποσκελίζειν.Throw the javelin: P. and V. ἀκοντίζειν.Throw about: Ar. and P. διαρριπτεῖν (Xen.).Lose wilfully: P. and V. ἀποβάλλειν, P. προΐεσθαι.His head is thrown back. V. κάρα... ὑπτιάζεται (Soph.., Phil. 822).Throw down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι)., ἐπεμβάλλειν (τι).Be thrown from a chariot: V. ἐκκυλίνδεσθαι (gen.) (Soph., O. R. 812).Throw fire into: P. and V. πῦρ ἐνιέναι εἰς (acc.).Throw oneself into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, V. dat. alone); see rush into.Throw in one's lot with: P. συνίστασθαι (dat.), P. and V. ἵστασθαι μετά (gen.).Throw in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw away: P. and V. ἀποβάλλειν, ἐκβάλλειν.Throw off the yoke of: use P. and V. ἀφίστασθαι (gen.) (lit., revolt from), or use be rid of, see Rid.Throw on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).Throw blame on: P. αἰτίαν ἀνατιθέναι (dat.); see Impute.Throw oneself on (another's mercy, etc.): P. παρέχειν ἑαυτόν (lit., yield oneself up).Throw out: P. and V. ἐκβάλλειν, ἀποβάλλειν; see cast out.Be thrown out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.Throw out a proposal, vote against it: Ar. and P. ἀποχειροτονεῖν.met., betray: P. and V. προδιδόναι.Fling away: P. προΐεσθαι; see Resign.As a defence: P. προσπεριβάλλειν.Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw up earth: P. ἀναβάλλειν χοῦν (Thuc., 4, 90), P. and V. χοῦν.They proceeded to throw up an embankment against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).These are the defences I threw up to protest Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).Throw upon: see throw on, throw down upon.Throw oneself upon: attack.——————subs.P. ῥῖψις, ἡ.Range: P. and V. βολή, ἡ.Of the dice: V. βολή, ἡ, βλῆμα, τό.Day by day you make your throw adventuring war against the Argives: V. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη (Eur., Rhes. 445).I trust that it ( the people) will yet throw a different cast of the dice: V. ἔτʼ αὐτὸν ἄλλα βλήματʼ ἐν κύβοις βαλεῖν πέποιθα (Eur., Supp. 330).Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).In wrestling: P. and V. πάλαισμα, τό.If you be matched and receive a fatal throw: V. εἰ παλαισθεὶς πτῶμα θανάσιμον πεσεῖ (Eur., El. 686).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throw
-
9 προσβολη
ἥ1) прикладывание, приложение(ἥ τῆς σικύας π. Her., Arst.)
2) прикосновениеτρίβῳ καὴ προσβολαῖς Aesch. — от трения и (постоянных) прикосновений (стершаяся монета);
ὃ παρέχει προσβολέν καὴ ἐπαφήν Plat. — то, что можно щупать и осязать;προσβολαὴ προσώπων Eur. — поцелуи;μετὰ προσβολῆς Arst. — с прикосновением, т.е. участием (органов речи)3) применение4) обращение, вращение, поворачивание(τῶν ὀμμάτων πρός τι Plat.)
5) вход, подступ, доступ(ἥ τοῦ στομάχου π. Arst.)
ἥ περὴ τὸ Ἑπτάχαλκον ἔφοδος καὴ π. Plut. — вход и подступ к Гептахалку;προσβολέν ἔχειν τῆς Σικελίας Thuc. — представлять (удобный) подступ к Сицилии6) место захода или стоянки, бухта, гавань(τῶν ὁλκάδων Thuc.)
7) нападение, натиск, атака(πρὸς τὸ τεῖχος Her. и τῷ τείχει Thuc.; προσβολὰς ποιεῖσθαι κατὰ γῆν ἅμα καὴ κατὰ θάλασσαν Plut.)
προσβολαὴ Ἐρυνύων Aesch. — посещения Эриний;προσβολαὴ κακαί Eur. — тяжелые удары (судьбы)8) перен. клеймо, пятноδυοῖν εἶχε προσβολὰς μιασμάτοιν Aesch. — (Клитемнестра) была запятнана двумя преступлениями
См. также в других словарях:
ευμετάβολος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβολος, ον) 1. ο ευμετάβλητος («τὰ βέβαια ταῡτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβολο(ν) η ευμεταβλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα βολή (< μεταβάλλω)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek