-
1 περιστερ-ώδης
περιστερ-ώδης, ες, zsgzgn = περιστεροειδής.
-
2 περιστερ(ι)ώνας
ο, περιστερ(ι)ώνα η голубятня -
3 περιστερ(ι)ώνας
ο, περιστερ(ι)ώνα η голубятня -
4 λεπαδοτεμαχοσελαχο γαλεο κρᾱνιο λειψανο δρῑμ υποτριμματο σιλφιο παραο μελιτο κατακε χυμενο κιχλ επικοσσυφο φαττο περιστερ αλεκτρυ ον οπτ εγκεφαλο κιγκλο πελειο λαγωο σιραιο βα φη τραγανο πτερύγων
λεπαδο-τεμαχο-σελαχο- γαλεο- κρᾱνιο- λειψανο- δρῑμ- υποτριμματο- σιλφιο- παραο- μελιτο- κατακε- χυμενο- κιχλ- επικοσσυφο- φαττο- περιστερ- αλεκτρυ- ον- οπτ- εγκεφαλο- κιγκλο- πελειο- λαγωο- σιραιο- βα- φη- τραγανο- πτερύγων, das längste, neunundsiebzigsilbige griechische Wort, ein Frikassee aus allen möglichen Leckerbissen, oder auf Essen bezüglichen Sachen, welches folgende Bestandteile enthält: Austern – gesalzene Meerfische – Muränen – Lampreten – Bregen – Überbleibsel – scharfe Brühe – Silphium – Honig – Krammetsvögel – Drosseln – Enten – Tauben – gebratene Hahnenkämme – Kinklen – wilde Tauben – Hafen – eingekochten Most – Tunke – Knorpeln – FlügelWörterbuch altgriechisch-deutsch > λεπαδοτεμαχοσελαχο γαλεο κρᾱνιο λειψανο δρῑμ υποτριμματο σιλφιο παραο μελιτο κατακε χυμενο κιχλ επικοσσυφο φαττο περιστερ αλεκτρυ ον οπτ εγκεφαλο κιγκλο πελειο λαγωο σιραιο βα φη τραγανο πτερύγων
-
5 περιστερά
περιστερ-ά, ἡ,A common pigeon or dove, Hdt.1.138, S.Fr. 866, Democr.164, etc.; specifically, Columba livia domestica, and so distd. from φάψ, φάττα, οἰνάς, τρυγών, Arist.HA 562b5, 593a16 ; ἐλάττων μὲν ἡ πελειάς, τιθασὸν δὲ γίνεται μᾶλλον ἡ π. ib. 544b3 : [full] περιστερός, ὁ, cock-pigeon, Pherecr.33 (of a carrier- pigeon), Alex.214 ; censured by Luc.Sol.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστερά
-
6 περιστερεών
II = περιστέριον 11, Ps.-Dsc.4.59, prob. (for ἀριστερεών ) in Plu.2.614b ; π. ὕπτιος holy vervain, Verbena supina, Ps.-Dsc.4.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστερεών
-
7 περιστεριδεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστεριδεύς
-
8 περιστερίδιον
περιστερ-ίδιον, τό, Dim. of περιστερά, PGoodsp.Cair. 30 v 20, al. (ii A. D.), PLips. 97 xxvi 9 (iv A.D.), f.l. in LXX Le.1.14, interpol. in Ath.14.654a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστερίδιον
-
9 περιστέριον
II vervain, Verbena officinalis, Dsc.4.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστέριον
-
10 περιστερίς
II a woman's ornament, Com.Adesp.1115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστερίς
-
11 περιστερώδης
περιστερ-ώδης, ες,A = περιστεροειδής, Arist.GA 749b18, 750a15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστερώδης
-
12 περιστερών
A = περιστερεών 1, PPetr.3p.195 (iii B. C.), PGrenf.1.21.11 (ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστερών
-
13 λεπαδο-τεμαχο
λεπαδο-τεμαχο-σελαχο- γαλεο- κρᾱνιο- λειψανο-δρῑμ- υποτριμματο- σιλφιο- παραο- μελιτο- κατακε- χυμενο- κιχλ- επικοσσυφο- φαττο- περιστερ-αλεκτρυ- ον- οπτ- εγκεφαλο- κιγκλο- πελειο-λαγωο- σιραιο- βα- φη- τραγανο- πτερύγων, das längste, neunundsiebenzigsylbige griechische Wort, von Ar. Eccl. 1169 ff. gebildet, ein Frikassee aus allen möglichen Leckerbissen, oder auf Essen bezüglichen Sachen, welches folgende Bestandtheile enthält: Austern – gesalzene Meerfische – Muränen – Lampreten – Bregen – Ueberbleibsel – scharfe Brühe – Silphium – Honig – Krammetsvögel – Drosseln – Enten – Tauben – gebratene Hahnenkämme – Kinklen – wilde Tauben – Hafen – eingekochten Most – Tunke – Knorpeln – Flügel.
-
14 λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματο σιλφιοκαραβομελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτοκεφαλλιοκιγκλοπελειολαγῳο σιραιοβαφητραγανοπτερύγων
λοπᾰδο-τεμᾰχο-σελᾰχο-γᾰλεο-κρᾱνιο-λειψᾰνο-δρῑμ-ῠποτριμ-μᾰτο -σιλφῐο-κᾱρᾰβο-μελῐτο-κᾰτᾰκεχῠμενο-κιχλ-επῐκοσσῠφο-φαττο-περιστερ-ᾰλεκτρῠον-οπτο-κεφαλλιο-κιγκλο-πελειο-λᾰγῳο -σῐραιο-βᾰφη-τρᾰγᾰνο-πτερύγων, Com. word in Ar.Ec. 1169 (as emended by Meineke), name of a dish compounded of all kinds of dainties, fish, flesh, fowl, and sauces.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματο σιλφιοκαραβομελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτοκεφαλλιοκιγκλοπελειολαγῳο σιραιοβαφητραγανοπτερύγων
-
15 περιστερά
Grammatical information: f.Compounds: As 1. member a.o. in περιστερο-πώλης m. `pidgeon-vendor' (hell. pap.).Derivatives: Dimin. περιστερ-ίς f. and - ιον n. (also used as decoration of women), - ίδιον n. (Com., pap.), - ιδεύς m. (hell. pap.; Bosshardt 65); -( ε)ών m. `pigeonry' (Pl., pap.). On - ιον, - εών as plantnames `Verbena officinalis, supina' (Dsc, Ps.-Dsc.), because visited and loved by doves, s. Strömberg 118 and Moorhouse (s. bel.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Not certainly explained. Perhaps with Schwyzer 258 to πελιός, πέλεια through false restitution of a supposed dissimilated *πελιστερά (cf. NGr. πελιστέρι) with oppositive τερο-suffix (Benveniste Noms d'agent 119 w. Iran. parallel). -- To be rejected Moorhouse Class Quart. 44, 73ff., AmJPh 73, 299 and Richardson Hermathena 73, 74f. (to περί), Assmann Phil. 66, 312f. (Semit.).Page in Frisk: 2,514Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > περιστερά
См. также в других словарях:
Trait d'union conditionnel — Le trait d’union conditionnel ou trait d’union virtuel est, en informatique et en typographie, un caractère sans chasse (U+00AD liant sans chasse, HTML : #173; shy;) indiquant où une coupure de mot est permise, et celle ci est rendue visible … Wikipédia en Français
-ιώνας — νεοελλ. κατάλ. η οποία προέρχεται από την αρχ. κατάλ. εών, εῶνος με συνίζηση τού ε (πρβλ. καλαμ εών > καλαμ ιώνας) απαντά σε περιληπτικά ουσ. και σε τοπωνύμια (πρβλ. περιστερ ιώνας, Ασπαλαθ ιώνας). Η αρχ. κατάλ. εών περιληπτικών ουσ.… … Dictionary of Greek
κεραμεών — κεραμεών, ῶνος, ὁ (Α) μεγάλο πήλινο δοχείο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεράμεος + κατάλ. εών, που δηλώνει τόπο ή πλησμονή (πρβλ. περιστερ εών) και δίνει έμμεσα στο ουσ. κεραμ έων μεγεθυντική σημ.] … Dictionary of Greek
κόπελος — κόπελος, ὁ (Μ) 1. νεαρός, νέος άνδρας 2. εραστής 3. υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κόμματ ος, περίστερ ος)] … Dictionary of Greek
ξενώνας — ο (ΑΜ ξενών, ῶνος, Α και ξενεών) ειδικό κτήριο ή κατάλυμα σε μοναστήρι ή δωμάτιο σπιτιού για διαμονή και διανυκτέρευση ξένων μσν. πτωχοκομείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. ών / ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, περιστερ ώνας)] … Dictionary of Greek
περιστερόεις — εσσα, εν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη ή περιστερεών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερ εών «το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ροδώνας — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σ. Μουριών. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 610 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). * * * ο / ῥοδών, ῶνος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
συκώνας — (I) και συκεώνας, ο / συκών και συκεών, ῶνος, ΝΑ κήπος κατάφυτος με συκιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. (ε)ών (πρβλ. περιστερ [ε]ών[ας])]. (II) ο, Ν βιολ. τύπος μέτριας πολυπλοκότητας τής οργάνωσης τών ασβεστολιθικών σπόγγων, ενδιάμεσος μεταξύ… … Dictionary of Greek
χοιρεών — ώνος, ὁ, Μ χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. εών (πρβλ. περιστερ εών)] … Dictionary of Greek