Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιστερός

См. также в других словарях:

  • περιστερός — common pigeon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστερός — ο, ΝΑ, και περίστερος Ν αρσενικό περιστέρι, ο γούτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. περιστερός < περιστερά με αλλαγή γένους. Ο νεοελλ. τ. περίστερος < περιστέρι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. μούλαρ ος)] …   Dictionary of Greek

  • περίστερος — ο, Ν βλ. περιστερός …   Dictionary of Greek

  • περιστερούς — περιστερός common pigeon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστερόν — περιστερός common pigeon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυσος — η και ο και άλυσο, η η αλυσίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τής λ. άλυση*, πρβλ. κεφαλή κέφαλος, περιστέρι περίστερος] …   Dictionary of Greek

  • περιστερῶν — περιστερά common pigeon fem gen pl περιστερεών dovecote masc nom/voc sg περιστερός common pigeon masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»