Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περισκέλεια

См. также в других словарях:

  • περισκελείᾳ — περισκελείᾱͅ , περισκέλεια hardness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκέλεια — και περισκελία, ἡ, Α [περισκελής (Ι)] 1. σκληρότητα, σφοδρότητα, τραχύτητα 2. μτφ. άκαμπτη επιμονή, σκληρότητα …   Dictionary of Greek

  • περισκελείας — περισκελείᾱς , περισκέλεια hardness fem acc pl περισκελείᾱς , περισκέλεια hardness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκέλειαν — περισκέλεια hardness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισκελία — ἡ, ΜΑ η περισκέλεια* …   Dictionary of Greek

  • περισκελασία — ἡ, Α (για τον ελλέβορο, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ως φάρμακο) η δριμύτητα, η δραστικότητα στην ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού περισκέλεια, κατά τα θερμ ασία, φλεγμ ασία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»