-
1 περι-οργίζομαι
περι-οργίζομαι, sehr zürnen, περιοργισϑείς, Pol. 4, 4, 7.
См. также в других словарях:
περιοργισθείς — περϊοργισθείς , περί ὀργίζω make angry aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)