-
1 περιοργιζομαι
См. также в других словарях:
περιοργισθείς — περϊοργισθείς , περί ὀργίζω make angry aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 περιοργιζομαι
περιοργισθείς — περϊοργισθείς , περί ὀργίζω make angry aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)