-
1 περικεφαλαία
περικεφαλαίᾱ, περικεφάλαιοςround the head: fem nom /voc /acc dualπερικεφαλαίᾱ, περικεφάλαιοςround the head: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)περικεφαλαίᾱ, περικεφαλαίαfem nom /voc /acc dualπερικεφαλαίᾱ, περικεφαλαίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————περικεφαλαίᾱͅ, περικεφάλαιοςround the head: fem dat sg (attic doric aeolic)περικεφαλαίᾱͅ, περικεφαλαίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 περικεφαλαία
περικεφαλαία, ας, ἡ (Aeneas Tact. 1376; Philo Mech. 93, 46; Polyb. 3, 71, 4; 6, 23, 8; Diod S 14, 43, 2; SIG 958, 29 [III B.C.]; PPetr III, 140a, 3 [III B.C.]; LXX; Jos., Ant. 6, 184) helmet in our lit. only in imagery, in which Christian virtues are compared to pieces of armor ἡ πίστις ὡς περικεφαλαία IPol 6:2. ἡ π. τοῦ σωτηρίου the helmet of salvation Eph 6:17 (after Is 59:17). Sim. ἐνδυσάμενοι περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας 1 Th 5:8.—B. 1401. M-M. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > περικεφαλαία
-
3 περικεφαλαίᾳ
Βλ. λ. περικεφαλαία -
4 περικεφάλαια
περικεφάλαιοςround the head: neut nom /voc /acc plπερικεφαλαίαneut nom /voc /acc pl -
5 περικεφαλαία
-ας + ἡ N 1 0-4-5-0-1=10 1 Sm 17,5.38.49; 2 Chr 26,14; Is 59,17 -
6 περικεφαλαίας
περικεφαλαίᾱς, περικεφάλαιοςround the head: fem acc plπερικεφαλαίᾱς, περικεφάλαιοςround the head: fem gen sg (attic doric aeolic)περικεφαλαίᾱς, περικεφαλαίαfem acc plπερικεφαλαίᾱς, περικεφαλαίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
7 περικεφαλαίαι
περικεφαλαίᾱͅ, περικεφάλαιοςround the head: fem dat sg (attic doric aeolic)περικεφαλαίᾱͅ, περικεφαλαίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
8 περικεφαλαίαν
περικεφαλαίᾱν, περικεφάλαιοςround the head: fem acc sg (attic doric aeolic)περικεφαλαίᾱν, περικεφαλαίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
9 περικεφαλαίαι
-
10 περικεφαλαῖαι
-
11 περικεφαλαιών
-
12 περικεφαλαιῶν
-
13 περικεφαλαίαις
περικεφάλαιοςround the head: fem dat plπερικεφαλαίαfem dat pl -
14 περικεφαλαίω
-
15 περικεφαλαίῳ
-
16 περικεφαλαίων
περικεφάλαιοςround the head: fem gen plπερικεφάλαιοςround the head: masc /neut gen plπερικεφαλαίαneut gen pl -
17 περικεφάλαιον
περικεφάλαιοςround the head: masc acc sgπερικεφάλαιοςround the head: neut nom /voc /acc sgπερικεφαλαίαneut nom /voc /acc sg -
18 αὐλῶπις
A with a tube-like opening between the cheek-pieces (acc. to Sch. with a tube ([etym.] αὐλός) to hold the λόφος), Il.5.182, al.; λόγχη with a socket to hold the shaft, S.Fr. 1027; conical,Ath.
5.189c, cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλῶπις
-
19 κόρυθος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόρυθος
-
20 περικεφάλαιος
A round the head: hence,II Subst. περικεφαλαία, ἡ, covering for the head, helmet, cap, Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.;π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη IG 11(2).161
B77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 ([place name] Ceos), Plb.3.71.4, J.AJ6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3.b wig, Hsch.3 in a ship, = ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν, Poll.1.86, cf. Thphr.HP3.13.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικεφάλαιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περικεφαλαία — περικεφαλαίᾱ , περικεφάλαιος round the head fem nom/voc/acc dual περικεφαλαίᾱ , περικεφάλαιος round the head fem nom/voc sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱ , περικεφαλαία fem nom/voc/acc dual περικεφαλαίᾱ , περικεφαλαία fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαίᾳ — περικεφαλαίᾱͅ , περικεφάλαιος round the head fem dat sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱͅ , περικεφαλαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… … Dictionary of Greek
περικεφαλαία — η πολεμικό κάλυμμα της κεφαλής στους αρχαίους, σημ. κράνος, το. Φρ., «Βλάκας με περικεφαλαία», βλάκας σε μεγάλο βαθμό, ώστε να είναι ευδιάκριτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικεφάλαια — περικεφάλαιος round the head neut nom/voc/acc pl περικεφαλαία neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαίας — περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος round the head fem acc pl περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος round the head fem gen sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία fem acc pl περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… … Dictionary of Greek
περικεφαλαίαι — περικεφαλαίᾱͅ , περικεφάλαιος round the head fem dat sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱͅ , περικεφαλαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαίαν — περικεφαλαίᾱν , περικεφάλαιος round the head fem acc sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱν , περικεφαλαία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαιῶν — περικεφαλαία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικεφαλαῖαι — περικεφαλαία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)