-
1 περικεφάλαιος
A round the head: hence,II Subst. περικεφαλαία, ἡ, covering for the head, helmet, cap, Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.;π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη IG 11(2).161
B77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 ([place name] Ceos), Plb.3.71.4, J.AJ6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3.b wig, Hsch.3 in a ship, = ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν, Poll.1.86, cf. Thphr.HP3.13.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικεφάλαιος
См. также в других словарях:
πολυκεφάλαιος — ον, Μ πολυκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυκέφαλος + κατάλ. αιος (πρβλ. περικεφάλ αιος)] … Dictionary of Greek