-
1 Τροχίλος
ΤροχίλοςEgyptian plover: masc nom sg -
2 τροχίλος
τροχίλοςEgyptian plover: masc nom sg -
3 τροχίλος
A Egyptian plover, Charadrius melanocephalus (or perh. spur-winged plover, Hoplopterus spinosus), said to pick leeches from the crocodile's throat by Hdt.2.68; or to pick the crocodile's teeth by Arist.HA 612a21; cf. Ar.Av.79, Ach. 876, Pax 1004 (anap.), Clearch.73, Ael.NA3.11, 8.25, 12.15.II Archit., hollow between the mouldings on the base of a column, also called scotia, Vitr.3.5.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχίλος
-
4 Τροχίλε
ΤροχίλοςEgyptian plover: masc voc sg -
5 Τροχίλοι
ΤροχίλοςEgyptian plover: masc nom /voc pl -
6 Τροχίλοις
ΤροχίλοςEgyptian plover: masc dat pl -
7 Τροχίλον
ΤροχίλοςEgyptian plover: masc acc sg -
8 Τροχίλου
ΤροχίλοςEgyptian plover: masc gen sg -
9 Τροχίλους
ΤροχίλοςEgyptian plover: masc acc pl -
10 Τροχίλων
ΤροχίλοςEgyptian plover: masc gen pl -
11 Τροχίλως
ΤροχίλοςEgyptian plover: masc acc pl (doric) -
12 τροχίλε
τροχίλοςEgyptian plover: masc voc sg -
13 τροχίλοι
τροχίλοςEgyptian plover: masc nom /voc pl -
14 τροχίλοις
τροχίλοςEgyptian plover: masc dat pl -
15 τροχίλον
τροχίλοςEgyptian plover: masc acc sg -
16 τροχίλου
τροχίλοςEgyptian plover: masc gen sg -
17 τροχίλους
τροχίλοςEgyptian plover: masc acc pl -
18 τροχίλων
τροχίλοςEgyptian plover: masc gen pl -
19 τροχίλως
τροχίλοςEgyptian plover: masc acc pl (doric) -
20 Τροχίλω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τρόχιλος — τρόχιλος, ο και τροχίλος, ο 1. τροχός που γυρίζει ελεύθερα σε άξονα και που έχει αυλακωτή στεφάνη, απ όπου περνάει το σκοινί για την ανύψωση βαριών πραγμάτων, καρούλι, μακαράς. 2. μικρό γοργόφτερο πουλί που ζει σε περιοχές με πολλά νερά, κολίβριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τροχίλος — Egyptian plover masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίλος — Egyptian plover masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίλος — ο, ΝΜΑ, και τρόχιλος, Ν αρχιτ. η κοίλη εσοχή που βρίσκεται μεταξύ τών δύο σπειρών τής βάσης τών ιωνικών κιόνων, η σκοτία νεοελλ. στον πληθ. οι τρόχιλοι ζωολ. υπόταξη αποδόμορφων πτηνών τού Νέου Κόσμου νεοελλ. μσν. μηχανισμός ανύψωσης βαρών,… … Dictionary of Greek
τρόχιλος — ο, Ν βλ. τροχίλος … Dictionary of Greek
Τροχίλε — Τροχίλος Egyptian plover masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίλε — τροχίλος Egyptian plover masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροχίλοι — Τροχίλος Egyptian plover masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίλοι — τροχίλος Egyptian plover masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροχίλοις — Τροχίλος Egyptian plover masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίλοις — τροχίλος Egyptian plover masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)