-
1 περιείδον
περϊεῖδον, περί-εἶδονsee: aor ind act 3rd plπερϊεῖδον, περί-εἶδονsee: aor ind act 1st sg -
2 περιεῖδον
περϊεῖδον, περί-εἶδονsee: aor ind act 3rd plπερϊεῖδον, περί-εἶδονsee: aor ind act 1st sg -
3 περιειδον
-
4 περιεῖδον
περι-εῖδον, besser wissen od. verstehen, im Wissen übertreffen, od. übh. einen hohen Grad des Wissens ausdrückend; καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, er verstand sich sehr gut auf die Fährten; βουλῇ ἐϑέλεις περιΐδμεναι ἄλλων, mehr als andere wissen -
5 περί-οιδα
-
6 περιοραω
(impf. περιεώρων, - ион. περιώρεον, fut. περιόψομαι, aor. 2 περιεῖδον, pf. περιεόρᾱκα; pass.: aor. περιώφθην, pf. περιῶμμαι)1) тж. med. озираться, высматривать, выжидать(τὸ μέλλον Thuc.)
μέλλοντες καὴ περιορώμενοι Thuc. — медля и выжидая;περιορώμενοι, ὁποτέρων ἥ νίκη ἔσται Thuc. — выжидая, на чьей стороне будет победа2) med. опасатьсяτῆς Μένδης περιορώμενος μή τι πάθῃ Thuc. — опасаясь, как бы с Мендой что-л. не приключилось
3) предоставлять, допускать, позволятьμέ περιϊδεῖν τέν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν Her. — не допустить, чтобы господство снова перешло к мидянам;
οὐ μή σε περιόψομαι ἀπελθόντα Arph. — я не дам тебе уйти;π. τινα διαφθειρόμενον Thuc. — дать кому-л. погибнуть;εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιΐδοιμεν Thuc. — если бы мы вам позволили мешать нам;οὐ περιορᾶν παριέναι Her. — не разрешить приблизиться, т.е. не впустить4) оставлять без внимания, пренебрегатьμή σφε περιΐδῃς πτωχάς Soph. — не оставь их обеих в нищете;
οὐ μή με περιόψεται ἄνιππον (sc. ὄντα) Arph. — он не оставит меня без лошади;περιορωμένη ὑπὸ φιλοσοφίας μηχανική Plut. — механика, бывшая в пренебрежении у философии5) med. уклоняться, избегать -
7 περιοράω
Aπεριώρων Hdt.3.118
: [tense] pf.περιεόρᾱκα D.18.64
( περιωρακυῖα cod. S), etc.: [tense] fut.περιόψομαι Ar.Nu. 124
, etc.: [tense] aor. 2 περιεῖδον (v. infr.):— look round upon, Arist.Mete. 345b8:—[voice] Pass., ib. a28.2 abs., take a look round, Thphr.Char.25.3.II look over, overlook, i.e. look on without regarding, allow, suffer:1 mostly c. part.,ἢν τούτους περιίδης διαρπάσαντας Hdt.1.89
;μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν Id.3.65
, cf. 2.110, 4.118, Ar.Ach. 167, Ra. 509, Antipho 3.1.2, Th.1.24 ;ταῦτα περιιδεῖν γιγνόμενα D.18.63
, cf. 21.115 (but with Art., εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν if we should leave you who are opposing us alone, Th.4.87): with gen. abs., : rarely without part., οὐ περιόψεται μ' ἄνιππον [ὄντα] Ar.Nu. 124 ; μηδέν' ἐν συμφορᾷ (sc. ὄντα) τῶν πολιτῶν π. D.19.230 : simply c. acc. pers., disregard a suppliant, Men.Per.6, PMagd.6.11 (iii B. C.), etc.2 c. inf.,περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν Hdt.1.191
;τοὺς προπόλους.. οὐ περιορᾶν παριέναι Id.2.63
, cf. 1.24, Th.1.35, etc.;ἀποθανεῖν Porph. Abst.3.14
: with inf. omitted, οὐκ ἄν με περιεῖδες [ποιέειν] Hdt.3.155; ὁ πυλουρὸς καὶ ὁ ἀγγελιηφόρος οὐ περιώρων [αὐτὸν ἐσιέναι] ib. 118, cf. Th.1.39, etc.;περιιδεῖν τινα ἐπὶ πράγματι Hyp.Eux.38
;ἐάν τ' οὖν δοῦλον ἐάν τ' οὖν καὶ ἐλεύθερον περιορᾷ Pl.Lg. 934d
;π. τὴν ὕβριν τινός X.HG2.1.9
: rarely c.gen.,π.τῶν ἄλλων Plu.2.764d
codd.;τοῦ πλείονος βίου Polem.Cyn.20
.V [voice] Med., watch the turn of events, Th.6.93, 103,7.33 ;π. ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται Id.4.73
.2 c. gen., look round after, watch over, τῆς Μένδης περιορώμενος ib. 124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιοράω
См. также в других словарях:
περιεῖδον — περϊεῖδον , περί εἶδον see aor ind act 3rd pl περϊεῖδον , περί εἶδον see aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… … Hofmann J. Lexicon universale
κατοίχομαι — (Α) (ενεστ. με σημ. παρακμ.) 1. έχω φύγει, έχω πεθάνει 2. (πληθ. αρσ. μτχ. ενεστ. με άρθρο) οἱ κατοιχόμενοι οι πεθαμένοι («τὰ τῶν κατοιχομένων νόμιμ οὐ περιεῑδον ὑβριζόμενα», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἴχομαι με σημ. «έχω φύγει, έχω… … Dictionary of Greek
μέμφομαι — (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω) 1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου 3.… … Dictionary of Greek