-
1 περιεώρων
περϊεώρων, περιοράωlook round upon: imperf ind act 3rd plπερϊεώρων, περιοράωlook round upon: imperf ind act 1st sg -
2 περιοραω
(impf. περιεώρων, - ион. περιώρεον, fut. περιόψομαι, aor. 2 περιεῖδον, pf. περιεόρᾱκα; pass.: aor. περιώφθην, pf. περιῶμμαι)1) тж. med. озираться, высматривать, выжидать(τὸ μέλλον Thuc.)
μέλλοντες καὴ περιορώμενοι Thuc. — медля и выжидая;περιορώμενοι, ὁποτέρων ἥ νίκη ἔσται Thuc. — выжидая, на чьей стороне будет победа2) med. опасатьсяτῆς Μένδης περιορώμενος μή τι πάθῃ Thuc. — опасаясь, как бы с Мендой что-л. не приключилось
3) предоставлять, допускать, позволятьμέ περιϊδεῖν τέν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν Her. — не допустить, чтобы господство снова перешло к мидянам;
οὐ μή σε περιόψομαι ἀπελθόντα Arph. — я не дам тебе уйти;π. τινα διαφθειρόμενον Thuc. — дать кому-л. погибнуть;εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιΐδοιμεν Thuc. — если бы мы вам позволили мешать нам;οὐ περιορᾶν παριέναι Her. — не разрешить приблизиться, т.е. не впустить4) оставлять без внимания, пренебрегатьμή σφε περιΐδῃς πτωχάς Soph. — не оставь их обеих в нищете;
οὐ μή με περιόψεται ἄνιππον (sc. ὄντα) Arph. — он не оставит меня без лошади;περιορωμένη ὑπὸ φιλοσοφίας μηχανική Plut. — механика, бывшая в пренебрежении у философии5) med. уклоняться, избегать -
3 περιοράω
Aπεριώρων Hdt.3.118
: [tense] pf.περιεόρᾱκα D.18.64
( περιωρακυῖα cod. S), etc.: [tense] fut.περιόψομαι Ar.Nu. 124
, etc.: [tense] aor. 2 περιεῖδον (v. infr.):— look round upon, Arist.Mete. 345b8:—[voice] Pass., ib. a28.2 abs., take a look round, Thphr.Char.25.3.II look over, overlook, i.e. look on without regarding, allow, suffer:1 mostly c. part.,ἢν τούτους περιίδης διαρπάσαντας Hdt.1.89
;μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν Id.3.65
, cf. 2.110, 4.118, Ar.Ach. 167, Ra. 509, Antipho 3.1.2, Th.1.24 ;ταῦτα περιιδεῖν γιγνόμενα D.18.63
, cf. 21.115 (but with Art., εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν if we should leave you who are opposing us alone, Th.4.87): with gen. abs., : rarely without part., οὐ περιόψεται μ' ἄνιππον [ὄντα] Ar.Nu. 124 ; μηδέν' ἐν συμφορᾷ (sc. ὄντα) τῶν πολιτῶν π. D.19.230 : simply c. acc. pers., disregard a suppliant, Men.Per.6, PMagd.6.11 (iii B. C.), etc.2 c. inf.,περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν Hdt.1.191
;τοὺς προπόλους.. οὐ περιορᾶν παριέναι Id.2.63
, cf. 1.24, Th.1.35, etc.;ἀποθανεῖν Porph. Abst.3.14
: with inf. omitted, οὐκ ἄν με περιεῖδες [ποιέειν] Hdt.3.155; ὁ πυλουρὸς καὶ ὁ ἀγγελιηφόρος οὐ περιώρων [αὐτὸν ἐσιέναι] ib. 118, cf. Th.1.39, etc.;περιιδεῖν τινα ἐπὶ πράγματι Hyp.Eux.38
;ἐάν τ' οὖν δοῦλον ἐάν τ' οὖν καὶ ἐλεύθερον περιορᾷ Pl.Lg. 934d
;π. τὴν ὕβριν τινός X.HG2.1.9
: rarely c.gen.,π.τῶν ἄλλων Plu.2.764d
codd.;τοῦ πλείονος βίου Polem.Cyn.20
.V [voice] Med., watch the turn of events, Th.6.93, 103,7.33 ;π. ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται Id.4.73
.2 c. gen., look round after, watch over, τῆς Μένδης περιορώμενος ib. 124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιοράω
См. также в других словарях:
περιεώρων — περϊεώρων , περιοράω look round upon imperf ind act 3rd pl περϊεώρων , περιοράω look round upon imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)