-
1 περιβάλλομαι
περιβάλλωthrow round: pres ind mp 1st sg -
2 облечь
облечь 1-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. облк, -лекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. παλ. ντύνω, περιβάλλω με ένδυμα τυλίγω.2. καλύπτω, σκεπάζω, περιτυλίγω. || μτφ. δίνω, εξουσιοδοτώ•-властью περιβάλλω με εξουσία•
облечь сливой περιβάλλω με δόξα.
|| εκφράζω, ενσαρκώνω.εκφρ.облечь доверием – περιβάλλω με εμπιστοσύνη•облечь тайной – περιβάλλω με μυστικότητα ή με μυστήριο.1. ντύνομαι.2. μτφ. περιβάλλομαι•ореолом περιβάλλομαι με φωτοστέφανο.
|| εκφράζομαι, ενσαρκώνομαι (για λόγο, λέξεις κλπ.),.облечь 2-ляжет, -лягут, παρλθ. χρ. облёг, -легла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облёгший ρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω•тучи -ли небо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.
2. παλ. πολιορκώ. -
3 περιβάλλω
περιβάλλω fut. περιβαλῶ; 2 aor. περιέβαλον, impv. περίβαλε, inf. περιβαλεῖν. Mid.: fut. περιβαλοῦμαι; 2 aor. περιεβαλόμην. Pass.: aor. ptc. pl. περιβληθέντες Wsd 19:17; pf. ptc. περιβεβλημένος (Hom.+)① to encompass by erecting someth. around, lay, put around, of an encircled city (περιβ. of the walling of a city by its inhabitants: Aelian, VH 6, 12; Palaeph. 17; SIG 344, 14; Pr 28:4. Of a piece of ground that is fenced in: POxy 707, 32) περιβαλοῦσιν οἱ ἐχθροί σου χάρακά σοι throw up an embankment around you Lk 19:43 v.l. (for παρεμβαλοῦσιν; cp. Nearchus of Crete [c. 300 B.C.]: 133 Fgm. 1, 33, 10 Jac.; Arrian, Anab. 5, 23, 6 Ἀλέξανδρος χάρακι περιβάλλει τ. πόλιν; Ezk 4:2; s. χάραξ).② to put on, esp. of articles of clothing, put onⓐ τί τινι someth. on someone (TestLevi 8:7; cp. Plut., Popl. 99 [5, 3] ἱμάτια τοῖς τραχήλοις; Ps.-Clem., Hom. 8, 22); hence (or fr. d below) the mid. περιβάλλομαί τι put someth. on (oneself) (Hom. et al.; 1 Km 28:8; 4 Km 19:1; Jon 3:8; Is 37:1; TestAbr A 17 p. 99, 14 [Stone p. 46]; TestNapht 6:8; JosAs 3:9; 15:10) τί περιβαλώμεθα; Mt 6:31. Cp. Ac 12:8; Rv 19:8. περιβέβλημαί τι have put someth. on, wear as a garment (EpJer 11; Da 12:6f; AscIs 2:10; Jos., Ant. 8, 207; Mel., P. 19, 132) νεανίσκον περιβεβλημένον στολὴν λευκήν Mk 16:5 (Lucian, Philops. 25 of a messenger from heaven: νεανίας λευκὸν ἱμάτιον περιβεβλημένος). Cp. Rv 7:9, 13; 11:3; 17:4; 18:16; 19:13; GPt 13:55. ἄγγελον περιβεβλημένον νεφέλην Rv 10:1. γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον 12:1. περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ who wore (nothing but) a linen cloth on his naked body Mk 14:51.ⓑ τινά τινι clothe someone in someth. (Eur. et al.) περιβεβλημένη πορφυρᾷ καὶ κοκκίνῳ Rv 17:4 t.r. (Erasmian rdg.; cp. Pla., Critias 116c περιβεβλημένος περιβόλῳ χρυσῷ; 3 Km 11:29).ⓒ περιβάλλεσθαι ἔν τινι clothe oneself in or with someth. (Dt 22:12; 1 Ch 21:16; Ps 44:10, 14) Rv 3:5; 4:4.ⓓ w. a double acc. τινά τι put someth. on someone (Ezk 27:7.—B-D-F §155, 5; Rob. 483) ἱμάτιον πορφυροῦν περιέβαλον αὐτόν J 19:2. Cp. GPt 3:7. The acc. of pers. is easily supplied Lk 23:11.ⓔ with no mention of the garment περιβάλλω τινά clothe someone (Ezk 18:7, 16; TestJob 39, 7) Mt 25:36, 43; B 3:3 (Is 58:7); w. the acc. supplied Mt 25:38. Mid. περιβάλλομαι dress oneself (Hg 1:6; Lev 13:45) Mt 6:29; Lk 12:27; Rv 3:18.③ to envelop someone in torture, thereby involving the pers. in misfortune (Eur. et al.; PSI 330, 7 [258/257 B.C.]; 3 Macc 6:26 τοὺς … περιέβαλεν αἰκίαις; Jos., Ant. 2, 276; cp. EpArist 208; 167; Tat. 19, 1 θανάτῳ περιβαλεῖν), fig. ext. of the prim. mng. ‘put around’, τοὺς δουλεύοντας τῷ θεῷ εἰς αἰκίαν περιβαλεῖν treat cruelly those who serve God 1 Cl 45:7.—M-M. -
4 amictor
amictor, ārī, περιβάλλομαι, i ch tue mir (ein Gewand) um, Dosith. 61, 19 K.
-
5 περι-βολή
περι-βολή, ἡ, 1) das Umwerfen; χειρῶν περιβολὰς λαβεῖν, Umarmung, Eur. I. T. 903, wie Plut. C. Graech. 15; – Umlegen, bes. eines Kleides, der Waffen u. ä., auch das, was man umwirft, Kleider, Waffen u. dgl. selbst, ἀτοίχους περιβολὰς σκηνωμάτων, Eur. Ion 1133; die Mauer, Phoen. 1085; εἰς σκοτεινὰς περιβολὰς μεϑῶ ξίφος, 283; περιβολῇ χωρίζοντες καὶ ὑποβολῇ, Plat. Polit. 280 b. – Uebh. der Umfang, οἰκίης, Her. 4, 79; χωρίο υ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος, Thuc. 8, 104; περιβολὴν ποιεῖσϑαι, herumgehen, Xen. Cyr. 6, 3, 30; τῶν πραγμάτων, Umfang, Pol. 16, 20, 9. – Umweg, καὶ κύκλος, Plut. Lucull. 21. – 2) das Trachten wonach (vgl. περιβάλλομαι), Unternehmen, τῆς ἀρχῆς, Xen. Hell. 7, 1, 40; Zweck, τοῠ λόγου, Isocr. 5, 16; einzeln bei Sp. – 3) In der Rhetorik der Schmuck, mit dem man den Gedanken umkleidet, der wohlumrundete Redesatz, circumjecta oratio, Quinctil. 4, 2, 117.
-
6 обкладываться
обкладывать||ся(чем-л.) περιβάλλομαι. -
7 обрастать
обрастатьнесов, обрасти́ сов1. σκεπάζομαι, γεμίζω:\обрастать волосами, шерстью μαλλιάζω, σκεπάζομαι ἀπό μαλλιά· обрасти грязью γεμίζω ἀπό λάσπη, καταλα-σπώνομαι·2. (домами, садами и т. п.) γεμίζω, περιβάλλομαι:города обросли поселками οἱ πόλεις γέμισαν γύρω ἀπό προάστεια. -
8 покрывать
покрыватьнесов1. σκεπάζω, καλύπτω / κουκουλώνω (укутывать) / στεγάζω, σκεπάζω (крышей):\покрывать» голову σκεπάζω τό κεφάλι μου·2. (возмещать) καλύπτω:\покрывать расходы καλύπτω τά ἐξοδα·3. (красить) ἀλείβω, ἐπιχρίω:\покрывать лаком βερνι-κώνω· \покрывать краской μπογιατίζω, χρωματίζω· \покрывать золотом ἐπιχρυσώνω·4. (не выдавать) κρύβω, ἀποκρύπτω, συγκαλύπτω·5. (заглушать \покрывать о звуках) σκεπάζω, πνίγω·6. (расстояние) καλύπτω, διατρέχω (απόσταση)· ◊ \покрывать себя сла́вой περιβάλλομαι μέ δόξαν. -
9 amictor
-
10 σχήμα
σχήμα τοсхима – образ. Так называется высшая степень монашества, соединенная с новыми, строжайшими обетами самоотвержения. Схима разделяется на две степени: малая схима (μικρόσχημο) и великая схима (μεγαλόσχημο), см. μικρόσχημος, μεγαλόσχημος. Посвящение в них сопровождается молитвами и священнодействиями и называется: а) последованием малой схимы, то есть мантии и б) последованием великого и ангельского образа.Схимой также называют определенного вида монашеское облачение:περιβάλλομαι το σχήμα — носить схиму. см. μοναχός
Этим.< дргр. σχήμα < σχη- < σχή-σω < έχω < hέχω < инд. segh «держать, приобретать», сравните с санскр. sahate «побеждать, завоевывать», sahas «победа», готс. sigis «победа» -
11 surround
1) (to be, or come, all round: Britain is surrounded by sea; Enemy troops surrounded the town; Mystery surrounds his death.) περικύκλώνω, περιβάλλομαι2) (to enclose: He surrounded the castle with a high wall.) περικλείω•- surroundings -
12 обкладываться
[απκλάντυβατ'σα] ρ. περιβάλλομαι -
13 обкладываться
[απκλάντυβατ'σα] ρ περιβάλλομαι -
14 наверчивать
-
15 облепить
-еплю, -шшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облепленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω•грязь -ла колса η λάσπη σκέπασε τους τροχούς•
облепить стены объявлениями σκεπάζω τους τοίχους κολλώντας ανακοινώσεις.
2. μτφ. περιβάλλω• επικάθομαι•мухи -ли хлеб οι μύγες κάθησαν (σκέπασαν) στο ψωμί.
περιβάλλομαι, καλύπτομαι (απο επικολλήματα). -
16 обложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. περιβάλλω, περιθέτω περιστοιχίζω περικαλύπτω, σκεπάζω•нбо -ли дождевые тучи τον ουρανό σκέπασαν βροχοφόρα σύννεφα.
|| απρόσ. (για λαιμό, γλώσσα) ασπρίζω (λόγω ασθένειας)•язык -ло η γλώσσα άσπρισε.
|| παλ. • περψράβω.2. βλ. облицевать.3. πολιορκώ, περικυκλώνω•обложить город πολιορκώ την πόλη.
4. (για άγρια ζώα) κυκλώνω.5. επιβάλλω (φόρο, πρόστιμο, δόσιμο κ.τ.τ.).6. βρίζω άσχημα, περιλούζω• σκυλοβρίζω.1. περιβάλλομαι, περιστοιχίζομαι.2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι•нбо тучами -лось ο ουρανός σκεπάστηκε από σύννεφα.
3. κάνω λάθος στην τοποθέτηση. -
17 обмуровывать
-
18 обрамлять
-
19 обрасти
-расту, -растшь, παρλθ. χρ. оброс-ла, -ло, μτχ. παρλθ. обросшийρ.σ.1. καλύπτομαι, σκεπάζομαι (από φυτά)•местность -ли цинаром η τοποθεσία σκεπάστηκε από πλατάνια•
скала -ла мхом ο βράχος σκεπάστηκε από μούσκλα•
обрасти жиром σκεπάζομαι από λίπος (πάχη)•
обрасти бородой γεμίζω γένεια•
обрасти волосами γεμίζω μαλλιά.
2. περιβάλλομαι, γεμίζω, πληθαίνω•местности -ли постройками οι οι τοποθεσίες γέμισαν οικοδομές.
-
20 обставить
-влю, -вишьρ.σ.μ.1. περί,θέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω περιφράζω. || μτφ. (παρα)γεμιζω•, συμπληρώνω πλουτίζω.2. επιπλώνω•обставить квартиру επιπλώνω διαμέρισμα.
|| εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη.3. μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά•обставить празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό.
4. ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον.5. (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω.6. (εξ)απατώ.1. περιβάλλομαι, περ ιστό ιχίζομαι.2. επιπλώνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περιβάλλομαι — περιβάλλομαι, περιβλήθηκα, περι(βε)βλημένος βλ. πίν. 147 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιβάλλομαι — περιβάλλω throw round pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek
έγκειμαι — (AM ἔγκειμαι) υπάρχω, βρίσκομαι («εδώ έγκειται η δυσκολία τού ζητήματος») αρχ. 1. περιβάλλομαι («ἔγκειμαι μόχθοις») 2. παρεμβάλλομαι 3. καταδιώκω επίμονα, πιέζω («ἐνέκειτο τῷ Περικλεῑ») 4. (για συζήτηση) διαφωνώ 5. είμαι ή γίνομαι ενοχλητικός 6.… … Dictionary of Greek
αμπέχω — ἀμπέχω και ἀμφέχω και ἀμπίσχω (Α) Ι. ενεργ. 1. περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω 2. προστατεύω «σμικρότητι ἤμπισχεν» (Πλάτ. Πρωτ.) 3. αγκαλιάζω 4. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, ντύνω μεσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. (το αρσενικό τής μετοχής… … Dictionary of Greek
αμφιδύω — ἀμφιδύω (ΑΜ) [δύω] μσν. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τόν ντύνω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»] … Dictionary of Greek
αμφιστέλλομαι — ἀμφιστέλλομαι (Α) περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στέλλω] … Dictionary of Greek
αμφιτίθημι — ἀμφιτίθημι (Α) Ι. ενεργ. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω ΙΙ μέσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. καλύπτω, σκεπάζω με κάτι ΙΙΙ παθ. τίθεμαι, τοποθετούμαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τίθημι] … Dictionary of Greek
απαρνούμαι — κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, έομαι) αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω νεοελλ. φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα αρχ. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek