-
1 μοναχός
-
2 μοναχος
I3одиночный, единичный, единственный(οἷον ἥλιος ἢ σελήνη Arst.)
IIὅ отшельник, монах, инок Anth. -
3 μοναχός
-
4 μοναχός
μοναχόςunique: masc nom sg -
5 μοναχός
μοναχός οмонах. Этим именем называются люди, отказавшиеся от мирского общества, давшие торжественный обет беспорочной жизни, послушания и нестяжания, по особому постановлению Церкви получившие благословение на эти подвиги и вступившие в общество себе подобных подвижников. Вместе с церковным благословением эти лица облекаются в особые черные одежды, которые должны непрестанно напоминать им данные обеты и располагать их к глубокому смирению. Монашество состоит из трех степеней, которые различаются не только внутренним подвижничеством, но и внешностью, одеянием:1) монахи первой степени, новоначальные, иначе называются рясофорные. Одежда их - ряса и камилавка2) мантийные монахи, постриженные в малую схиму. Из них состоит большая часть монашествующих. Одежда их – ряса, пояс, клобук и мантия, или палий, см. μικρόσχημος3) схимники – монахи, постриженные в великую схиму. Это высшая степень монашества, высший ангельский образ, см. μεγαλόσχημος, σχήμαЭтим.дргр. < μοναχ-(μοναχή) < μόνος «один, одинокий». Значение «пустынник, старец» восходит к 6 веку от Р.Х., и с этим значением слово вошло в многие языки: лат. monachus, италь. monaco, англ. monk, нем. monch, ирл. manach, рус. монах -
6 μοναχός
I, η, ο, μονάχος, η, ο1) одинокий;μένω μοναχός — остаться одиноким, осиротеть;
2) один, сам;μοναχός μου (σου, του — к. λ. π.) — я сам (ты сам, он сам и т. д.);
μοναχή της — она сама;
3) чистый, подлинный, настоящий;χρυσάφι μοναχο — чистое золото;
σπίρτο μοναχο — а) чистый спирт; — б) перен. живой ум (об остроумном, находчивом человеке);
§ σκυλί μοναχο — а) настоящая собака (о жестоком человеке); — б) вынослив как лошадь
μοναχός2II ο монах -
7 μονάχος
[монахос] εκ. один, самΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μονάχος
-
8 μοναχός
[монахос] ουσ. а монахΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μοναχός
-
9 μονάχος
[монахос] επ один, сам. -
10 μοναχός
[монахос]ουσ α монах. -
11 μοναχός
A unique, Arist.Metaph. 1040a29; στερεὰ μ. a single set of solids, ib. 1076b29;ὅσα μ. ἔχει συμφωνίαν Epicur.Ep.2p.36U.
;τὰ σπλάγχνα ἔχειν μ. D.S.2.58
, cf. Apollod.Poliorc.181.10; μ. τέκνα only children, Ptol.Tetr. 190; τὰ μ. individual cases, Phld.Sign.14, al.; τὸ μ. uniqueness, Plot.6.8.7. Adv. -χῶς Epicur.Ep.1p.30U.
3 of legal documents, executed in a single copy, BGU13.16 (iii A. D.), etc. Adv. -χῶς Sammelb.5810.20
(iv A. D.).II Subst., monk, AP11.384 (Pall.), Procop.Pers.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναχός
-
12 μοναχός
калуѓерГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μοναχός
-
13 μοναχός
1) moine2) seul -
14 μοναχός
1) jedyny przym.2) sam przym.3) samotny przym.4) tylko przysł. -
15 μοναχός
1) sám2) samotný -
16 μοναχός
aloneΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μοναχός
-
17 Μονάχος, μήτε στον παράδεισο
• Одинокий как перстИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μονάχος, μήτε στον παράδεισο
-
18 Μοναχός σου χόρευε, κι' όσο θέλεις πήδα
Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μοναχός σου χόρευε, κι' όσο θέλεις πήδα
-
19 ρασοφόρος μοναχός
ρασοφόρος μοναχός οрясофорный монах – монах, получивший от игумена благословение носить рясу с клобуком, без мантииЭтим.< ρασο + -φορος < φέρω «ряса + носить»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ρασοφόρος μοναχός
-
20 moine
μοναχός
См. также в других словарях:
μοναχός — μοναχός, ή, ό και μονάχος, η, ο 1. αυτός που δεν είναι με άλλους, μόνος, γνήσιος, αληθινός: Έμαθε μοναχός του να διαβάζει. 2. φρ., «Είναι σπίρτο μονάχο», για κάποιον που είναι πανέξυπνος. ο αυτός που μονάζει, ο καλόγερος, ο μοναστής: Η πίστη του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναχός — unique masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… … Dictionary of Greek
Γεώργιος ο Μοναχός — (9ος αι.). Χρονογράφος. Στο έργο του Χρονικόν σύντομον διηγείται συνοπτικά τα γεγονότα «από κτίσεως κόσμου» μέχρι της βασιλείας του Θεόφιλου (842). Διεξοδικότερη και ζωηρότερη είναι η αφήγησή του για την περίοδο της εικονομαχίας. Ως πηγή για την… … Dictionary of Greek
Δαβίδ ο Μοναχός — (6ος αι. μ.Χ.). Τοπικός άγιος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος μοίρασε τα χρήματά του στους φτωχούς και έζησε στην ύπαιθρο διδάσκοντας. Οι Θεσσαλονικείς τον έστειλαν στον Ιουστινιανό να ζητήσει την αντικατάσταση του έπαρχου της πόλης, που καταπίεζε… … Dictionary of Greek
μοναχώτερον — μοναχός unique adverbial comp μοναχός unique masc acc comp sg μοναχός unique neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχόν — μοναχός unique masc acc sg μοναχός unique neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναχιάζω — [μοναχός] ξεμοναχιάζω, απομονώνω … Dictionary of Greek
χειλάς — Μοναχός από τα Κύθηρα, συγγραφέας έργου με τον τίτλο Χρονικό περί του εν Κυθήροις μοναστηρίου του Αγίου Θεοδώρου, που περιέχει πολλές πληροφορίες για το νησί στα χρόνια της βενετοκρατίας (Βενετία, 1868). * * * ο / χειλᾱς, ΝΜΑ, θηλ. χειλού Ν ο… … Dictionary of Greek
Κομάσιος — Μοναχός, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Ιερόθεος … Dictionary of Greek
Παντόγαλος, Γαβριήλ — Μοναχός και λόγιος από την Κρήτη. Το 1600 ανακαίνισε το μοναστήρι του Τοπλού (Κυρά Ακρωτηριανή), που βρίσκεται στην πρώην επαρχία της Σητείας. Σε δική του ενέργεια οφείλεται και η πλάκα που στήθηκε στην αυλή και απέναντι στην είσοδο της μονής, με … Dictionary of Greek