-
1 περίκομμα
A that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Metag.6.7(pl.), Alex.175, etc.;περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω Ar.Eq. 372
, cf. Men.Sam.78.II = περικοπή II,π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκομμα
-
2 κόπτω
Grammatical information: v.Meaning: `strike, smite, hew, hammer, disable, tire out'Other forms: Aor. κόψαι (Il.), pass. κοπῆναι (Att.), perf. κέκοφα (Att.), ep. ptc. κεκοπώς (Ν 60 with v. l. - φώς and - πών; Aeol.? Schwyzer 772; after Chantraine Gramm. hom. 1, 397 rather themat. aor.), midd. κέκομμαι (A.), fut. κόψω (Alc., Hippon.),Derivatives: (Classif. not always clear): 1. κόπος prop. *`stroke' (so in E. Tr. 794 for trad. κτύπος?; cf. also A. Ch. 23), `pain, trouble, labour' (IA.); with κοπώδης `tiring' (Hp., Arist., hell.), κοπηρός `id.' (Hdn.); κοπόομαι, - όω `get tired, tire' (J., Plu. usw.) with κόπωσις (LXX), κοπάζω `get tired, leave off' (Ion. hell.) with κόπασμα (Tz.), κοπιάω ( ἐγ-, συγ-, προ-) `get tired' (IA.) with κοπιαρός `tiring' (Arist., Thphr.), κοπιάτης `land-labourer, digger' (Cod. Theod., Just.), κοπιώδης = κοπώδης (Hp., Arist.), κοπίαι ἡσυχίαι H. - 2. ( ἀπο-, ἐκ-, παρα-, προ- etc.) κοπή `hewing etc.' (IA.) with κόπαιον (Alciphr.), κοπάδιον (Gloss.) `piece', κοπάριον `sort of probe' (medic.), ( ἐγ-, ἐκ-)κοπεύς `oilstamper, chisel ' (hell.; Boßhardt Die Nom. auf - ευς 73). - 3. κόμμα ( διά-, ἀπό-, περί-) `cut in, stamp, part' (IA.) with κομμάτιον `small part' (Eup.), κομματίας `who speaks in short sentences' (Philostr.), - ατικός `consisting of short sentences' (Luc.); 4. κομμός `beat the breast, dirge' (A., Arist.). - 5. κόπις, - ιδος m. `prater' (Heraklit. 81 [?], E. Hec. 132 [lyr.], Lyc.), cf. ὠτοκοπεῖ κεφαλαλγει, ἐνοχλεῖ λαλῶν H., κόπτειν την ἀκρόασιν, δημο-κόπος = δημηγόρος (H.) etc. (Persson Beitr. 1, 162f.; s. also Fraenkel Nom. ag. 2, 48, v. Wilamowitz Herm. 62, 277f.; diff. on κόπις Pisani Acme 1, 324); here (or to κόπος?) κοπίζειν ψεύδεσθαι H.; 6. κοπίς, - ίδος f. `slaughtering knife, curved sabre' (Att.), also name of the meal on the first dayof the Hyacinthies in Sparta (Com.; cf. Nilsson Gr. Rel. 1, 531) with κοπίζω `celebrate the K.' (Ath.); 7. κοπάς, - άδος f. `pruned, lopped' (Thphr.), `bush' (hell. pap.), ἐπι-κοπ-άς `land cleared of wood' (pap.). - 8. κοπετός = κομμός (Eup., LXX, Act. Ap.; from κόπος?; cf. Schwyzer 501 and Chantraine Formation 300). - 9. πρό-, ἀπό-, πρόσ-κοψις etc. from προ-κόπτειν etc. (Sapph., Hp., Arist.). - 10. κόπανον `slaughtering knife, axe' (A. Ch. 890), `pestle' (Eust.), from where κοπανίζω `pound' (LXX, Alex. Trall.) with κοπανισμός, κοπανιστήριον H.; ἐπικόπανον `chopping block' (hell.). - 11. κοπτός `pounded' (Cratin., Antiph.; cf. Ammann Μνήμης χάριν 1, 18); κοπτή ( σησαμίς) `cake from pounded sesame' (hell. ep.), `Meerzwiebel, θαλάσσιον πράσον' (Ath.; which Fur. 318 A 5 considers as Pre-Greek), `pastille' (Dsc.); 12. ἐπι-, περι-κόπτης `satirist' resp. `stonecutter' (Timo resp. pap.), Προκόπτας = Προκρούστης (B. 18, 28); 13. ( ἀπο-, παρα-, προσ- usw.) κοπτικός (medic.) - 14. κόπτρα pl. `wages of a hewer' (Pap.); 15. κοπτήριον `threshing place' (hell. pap.). - 16. Two plant-names: κοπίσκος = λίβανος σμιλιωτός (Dsc. 1, 68, 1), κόπηθρον φυτὸν λαχανῶδες ἄγριον H. - Further verbal nouns like ἀπό-, ἐπί-, παρά-, ὑπέρ-κοπος etc. and compounds like δημο-κόπος (cf. 5. above); s. Sturtevant ClassPhil. 3, 435ff.; on - κόπος, - κοπῶ in NGr. Hatzidakis Glotta 2, 292f.Etymology: The present κόπτω can agree with Lith. kapiù (inf. kàpti) `hew, fell'; nasal present kampù (pret. kapaũ, inf. kàpti) `be cut down, get tired' (cf. κόπος `labour') and uncharacterized Alb. kep `hew', IE. * kopō (not * kapō); (acc. to Mann Lang. 26, 386 from *kopi̯ō, identical with κόπτω?). Further the secondary formation Lith. kapóju, -óti `hew, split, cut down' = Latv. kapãju, -ât `id.', also in Slav., e. g. Russ. kopájo, -átь `hew, dig'. The relation of these forms to the many words with initial sk-, e. g. σκάπτω, σκέπαρνος (s. vv.), is an unsolved question; cf. Pok. 930ff., and W.-Hofmann s. cāpō. - If to σκάπτω etc. the word might be Pre-Greek.Page in Frisk: 1,915-916Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόπτω
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek