-
1 περικοπή
περικόπτωcut all round: aor subj pass 3rd sgπερικοπήcutting all round: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 περικοπῇ
περικόπτωcut all round: aor subj pass 3rd sgπερικοπήcutting all round: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 περικοπή
περικοπήcutting all round: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 περικοπή
περι-κοπή, ἡ,I cutting all round, mutilation, e.g. of the Hermae at Athens, Th.6.28, And.1.15, Plu.Alc.18, etc.; lopping of a tree, Thphr.CP5.4.7; docking of hair, Plu.2.42b; trepanning, Id.Cat.Ma. 9.2 metaph., cutting down, diminution, τῆς πολυτελείας ib. 18, cf. 2.84a.3 mason's work, PTeb.406.19 (iii A. D.).II outline, general form of a person or thing, Plb.6.53.6 ; λιτὸς κατὰ τὴν π. in externals, Id.10.22.5 ;π. καὶ χορηγία Id.31.26.7
, cf. Fr. 199, al.; π.κόσμου καὶ θεραπαινίδων D.S.31.27
, cf. 32a.2 in Metric, passage, section,κατὰ π. ἀνομοιομερῆ Heph.
Poeëm.4.5, cf. Sch.Heph.p.170C., Sch.Ar.Pl. 619.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικοπή
-
5 περικοπαί
περικοπήcutting all round: fem nom /voc pl -
6 περικοπήν
περικοπήcutting all round: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 περικοπήι
περικοπῇ, περικόπτωcut all round: aor subj pass 3rd sgπερικοπῇ, περικοπήcutting all round: fem dat sg (attic epic ionic) -
8 περικοπῆι
περικοπῇ, περικόπτωcut all round: aor subj pass 3rd sgπερικοπῇ, περικοπήcutting all round: fem dat sg (attic epic ionic) -
9 περικοπής
-
10 περικοπῆς
-
11 περικοπαίς
-
12 περικοπαῖς
-
13 περικοπών
-
14 περικοπῶν
-
15 περικοπάς
περικοπά̱ς, περικοπήcutting all round: fem acc pl -
16 περίκομμα
A that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Metag.6.7(pl.), Alex.175, etc.;περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω Ar.Eq. 372
, cf. Men.Sam.78.II = περικοπή II,π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκομμα
-
17 περικόπτω
περικόπτω fut. περικόψω (Ps 74:11 Aq.); 1 aor. περιέκοψα (Zech 11:10 Aq.; Just.) pf. inf. περικεκοφέναι (Just, D. 73, 6); 2 aor. pass. περιεκόπην, ptc. περικοπείς (Thu. et al.; pap) in our lit. only in Hermas in the allegory of the tower; pass.① to cut around an object, of shaping of stones, hew all around (Plut., Mor. 74d) Hs 9, 7, 5.② to cut away in a trimming process, cut away, take away τὶ someth. (Pla., Rep. 7, 519a et al.; Just., D. 72, 2 and 4; 73, 6) ὅταν περικοπῇ αὐτῶν ὁ πλοῦτος when the wealth is cut off from them (i.e. fr. the stones, which represent a class of people) Hv 3, 6, 6 (for the fig. use cp. Diod S 20, 77, 3 of hopes that were cut off; Porphyr., Antr. Nymph. c. 34 ὅπως τὰ ἐπίβουλα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ περικόψῃ; Sb 6787, 23 [257 B.C.] of plundering property; Philo, Cher. 95).
См. также в других словарях:
περικοπή — cutting all round fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπή — η, ΝΜΑ [περικόπτω] πληθ. οι περικοπές και αι περικοπαί εκκλ. αποσπάσματα ή τμήματα τής Αγίας Γραφής τα οποία διαβάζονται στις διάφορες ακολουθίες τής θείας λατρείας, όπως είναι τα μέρη τών Ευαγγελίων και τών Επιστολών τών αποστόλων, που… … Dictionary of Greek
περικοπή — η 1. περιορισμός, ελάττωση, κατακράτηση: Η περικοπή του μισθού υπαλλήλου γίνεται από τον αρμόδιο για την εκκαθάριση των αποδοχών. 2. απόσπασμα κειμένου με κάποια αυτοτέλεια: Η περικοπή του Ευαγγελίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικοπῇ — περικόπτω cut all round aor subj pass 3rd sg περικοπή cutting all round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπῆι — περικοπῇ , περικόπτω cut all round aor subj pass 3rd sg περικοπῇ , περικοπή cutting all round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπαῖς — περικοπή cutting all round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπαί — περικοπή cutting all round fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπῆς — περικοπή cutting all round fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπήν — περικοπή cutting all round fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοπῶν — περικοπή cutting all round fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Απολλώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Κρόνος (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από την Κυρηναία, δάσκαλος του φιλοσόφου Διόδωρου. 2. Α. ο Ρόδιος (Αλεξάνδρεια 295; – Ρόδος 215; π.Χ.). Ο επιφανέστερος επικός ποιητής της αλεξανδρινής περιόδου. Παιδαγωγός… … Dictionary of Greek