-
1 περί-φρων
περί-φρων, ον, sehr bedächtig, verständig; in der Od. ist das Wort häufig, als Beiwort der Penelope, u. 11, 345 der Königinn der Phäaken, wie 19, 357 der Eurykleia. In der Il. kommt es nur einmal vor, 5, 412, auch von einer Frau. – Ἥφαιστος Hes. sc. 297; τέκνα Th. 894; – περίφρονες δ' ἄγαν ἀνιέρῳ μένει Aesch. Suppl. 738; περίφρονα δ' ἔλακες Ag. 1401, übermüthig. Einzeln auch in späterer Prosa.
-
2 ἔμ-φρων
ἔμ-φρων, ον, bei Besinnung; im Ggstz des Todten, Soph. Ant. 1222; neben ἔμπνους Antiph. 2 γ 2; ἔμφ. γίγνομαι, ich komme zu mir, aus einer Ohnmacht, Hippocr.; Ggstz ἔκφρων, Plut. Pomp. 74; im Ggstz des Wahnsinnes, ἐνταῦϑα δή σε Ζεὺς τίϑησιν ἔμφρονα Aesch. Prom. 850, wie Ch. 1022; ἔμφ. μόλις καϑίσταται Soph. Ai. 299; Plat. Tim. 71 e Legg. IV, 719 c; ἕξεις, den μανικαὶ διαϑέσεις entgeggstzt, VII, 791 b. – Gew. klug, verständig; Pind. Ol. 9, 80; Soph. O. R. 436; in Prosa oft, von Menschen, Plat., Ggstz ἄφρων, Conv. 194 b (wie ἀβέλτερος Alexis Ath. XIII, 562 b); περί τι, Legg. VII, 809 d; auch ζῷα, Xen. mem. 1, 4, 4; σωφροσύνη Thuc. 1, 84; βίος Plat. Tim. 36 e; τὸ ἔμφρον D. Cass. 41, 31. – Adv. ἐμφρόνως, von Plat. an überall.
-
3 περίφρων
περί-φρων, ον, sehr bedächtig, verständig; als Beiwort der Penelope, der Königin der Phäaken, der Eurykleia, auch von einer Frau; περίφρονα δ' ἔλακες, übermütig
См. также в других словарях:
περίφρων — ο, η, ΜΑ συνετός, φρόνιμος αρχ. 1. δόλιος, πανούργος 2. αυτός που περιφρονεί κάτι («περίφρονες τῶν παθῶν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. παρά φρων] … Dictionary of Greek
λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek