-
41 Εκαταιος
-
42 εκδεχομαι
ион. ἐκδέκομαι1) принимать(τί τινι Hom. и τινά τινι Aesch.)
πανὸν ἐκδέξασθαι Aesch. — принять огненный сигнал, т.е. зажечь ответный сигнальный огонь2) принимать по наследству, наследовать3) принимать на себя, приписывать себе(πάντα ἁμαρτήματα Dem.)
4) принимать на себя, предпринимать(πόλεμον Plat.)
5) перенимать, наследовать, продолжатьοἱ Μῆδοι μὲν ὑπεξήϊσαν, οἱ δὲ Πέρσαι ἐκδεξόμενοι ἐπήϊσαν Her. — мидяне отступили, а на их место вступили персы;
ἐκ τῶν πλόων ἐκδέκεται περίοδος τῆς λίμνης Her. — продолжением плавания служит объезд озера, т.е. проплыв (реку), приходится объезжать озеро;ἥ ἀπὸ τῆς Περσικῆς ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη Her. — Ассирия, непосредственно граничащая с Персией;ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Plat. — взяв в свою очередь слово, точно (перехватив) мяч;ὅ μὲν πρῶτος εἰπὼν Ἀριστόδημος ἦν, ὅ δ΄ ἐκδεξάμενος Φιλοκράτης Dem. — первым заговорил Аристодем, а ему на смену выступил Филократ6) перенимать, усваивать7) архит. поддерживать, подпирать8) (вос)принимать (в том или ином смысле), понимать(οὐκ ὀρθῶς τοὺς λόγους τινός Polyb.)
οὕτω τέν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arst. — вот что мы понимаем под расточительностью9) выжидать, ждатьμένων κεῖνον ἐνθάδ΄ ἐκδέχου Soph. — останься и жди его здесь;
τοὺς ἐξεδέξατο οὐκ ἐλλάσσων πόνος τοῦ Μηδικοῦ Her. — их ждало бедствие не меньшее, чем война с мидянами;κοσμίως τὸ τῆς δίκης τέλος ἐκοεχόμενος Plut. — спокойно ожидая исхода процесса -
43 εμμηνος
-
44 ηλιακη
-
45 μακροκωλος
2рит.1) состоящий из длинных членов(ἥ περίοδος Arst.)
2) ирон. пишущий длинными периодами Arst. -
46 μειουρος
-
47 μονοκωλος
-
48 τριετηρις
I(θυσίαι Διονύσῳ Diod.)
II- ίδος ἥ1) (sc. ἑορτή) празднество, справляемое раз в три года Pind., Her., Eur., Plat.2) (sc. περίοδος) трехлетие HH., Arst. -
49 χιαζω
I[Χῖος] петь на хиосский лад Arph.II[χῖ]1) помечать крестом2) рит. (см. χιασμός См. χιασμος) располагать хиастически -
50 χιλιετης
-
51 θεατρικός
-
52 ιουράσιος
-
53 κλιμακτηρικός
η, ό[ν] климактерический;κλιμακτηρική περίοδος — климакс
-
54 κρητιδικός
η, ό[ν] меловой;κρητιδική περίοδος геол — меловой период
-
55 μεταβαττκός
η, ό[ν]1) меняющий место пребывания;μεταβαττκά πτηνά — перелётные птицы;
2) переходный; непостоянный, неустойчивый;μεταβαττκή περίοδος — переходный период;
μεταβαττκή κατάσταση — неустойчивое положение;
3) грам, переходный (о глаголе);4) меняющий местонахождение; находящийся в движении; выездной;μεταβαττκά αποσπάσματα — подвижные отряды, части;
μεταβαττκή σύνοδος — выездная сессия
-
56 χρονικός
-
57 περιόδω
-
58 περιόδῳ
-
59 περιόδωι
περιόδῳ, περίοδοςone who goes the rounds: fem dat sg -
60 γνωμικός
2 (γνώμη 111.3
), dealing in or suited to maxims, aidactic,περίοδος Hermog.Inv.4.3
;τὰ γ. S.E.M.1.278
;τὸ γ. D.Chr.52.17
; σχῆμα γ. Sch. Od.15.74. Adv.- κῶς Phld.Hom.p.15
O., Ath.5.191e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γνωμικός
См. также в других словарях:
περίοδος — one who goes the rounds fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek
περίοδος — η 1. χρονικό διάστημα: Ιστορική περίοδος. 2. φάση φαινομένου, στάδιο: Χειμερινή περίοδος του έτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Σελήνης από το περίγειο. Ονομάζεται επίσης ανωμαλιακός μήνας. Επειδή το περίγειο κινείται προς τη διεύθυνση περιφοράς της Σελήνης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει πλήρη περιστροφή σε 9 έτη),… … Dictionary of Greek
ινδοχμεριανή περίοδος — Η περίοδος κατά την οποία αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χμερ, μεταξύ 1ου και 6ου αι. μ.Χ. Ονομάζεται επίσης προχμεριανή. Βλ. λ. Καμπότζη … Dictionary of Greek
μεσολιθική περίοδος — Προϊστορική εποχή που ακολούθησε την παλαιολιθική και προηγήθηκε της νεολιθικής (10η –7η π.Χ. χιλιετία). Στο διάστημα των χιλιετιών, μεταγενέστερες της εποχής των παγετώνων, που διήρκεσε η μ.π., οι κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες… … Dictionary of Greek
αστρική ή ανυδρική περίοδος — Υποδιαίρεση του κοσμικού αιώνα, δηλαδή του πρώτου αιώνα στην ιστορία της γεωλογίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής εμφανίστηκε η Γη ως αυτοτελές και αυθύπαρκτο ουράνιο φωτεινό σώμα. Επειδή η θερμοκρασία έφτανε περίπου στους 6.000°C, δεν υπήρχαν… … Dictionary of Greek
αστρική περίοδος περιστροφής — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από ένα κύριο σώμα, σε σχέση με τα άστρα. Όταν το σώμα που περιστρέφεται είναι η Σελήνη και το κύριο σώμα η Γη, τότε η α.π.π. λέγεται αστρικός μήνας, ενώ όταν το… … Dictionary of Greek
αλκυονίδες μέρες — Περίοδος κατά την οποία στην Ελλάδα και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο διακόπτεται η χειμερινή κακοκαιρία από αίθριες και ηλιόλουστες ημέρες. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επτά ημέρες πριν ή μετά τη χειμερινή… … Dictionary of Greek
Период термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Период, термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона