Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μονόκωλος

См. также в других словарях:

  • μονόκωλος — μονόκωλος, ιων. τ. μουνόκωλος, ον (Α) 1. (για χορευτή) αυτός που χορεύει με το ένα πόδι 2. (για φυτό) αυτός που αποτελείται από έναν βλαστό 3. (για οικοδόμημα) αυτό που αποτελείται από έναν όροφο 4. (για περίοδο) αυτός που αποτελείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • μονόκωλος — with but one leg masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκώλως — μονόκωλος with but one leg adverbial μονόκωλος with but one leg masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόκωλον — μονόκωλος with but one leg masc/fem acc sg μονόκωλος with but one leg neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκώλου — μονόκωλος with but one leg masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοκώλῳ — μονόκωλος with but one leg masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόκωλα — μονόκωλος with but one leg neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόκωλοι — μονόκωλος with but one leg masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνόκωλα — μονόκωλος with but one leg neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»