-
21 περιόδους
περίοδοςone who goes the rounds: fem acc pl -
22 περιόδων
περίοδοςone who goes the rounds: fem gen pl -
23 περιόδως
περίοδοςone who goes the rounds: fem acc pl (doric) -
24 περίοδοι
περίοδοςone who goes the rounds: fem nom /voc pl -
25 περίοδον
περίοδοςone who goes the rounds: fem acc sg -
26 περί-οδος [2]
περί-οδος, ἡ, der Umgang, Umlauf, Kreislauf, z. B. der Zeit; πάσαις ἐτέων περόδοις, Pind. N. 11, 40, wie Böckh für die vulg. περιόδοις geschrieben hat; u. so oft Plat., ἄστρων, χρόνου u. dgl., Phaed. 107 e Tim. 47 a Legg. VII, 817 e u. sonst; auch πυρετοῠ, Dem. 9, 29; οἱ ἐκ π. πυρετοί, Wechselfieber, Luc. Philops. 9; auch ἐκ περιόδου γραμματέα κοινὸν προεχειρίζοντο αἱ πόλεις, abwechselnd, Pol. 2, 43, 1, vgl. 6, 20, 7; περίοδος λόγων, ein reihumgehendes Gespräch, wenn in der Gesellschaft Einer nach dem Andern spricht, so wie ihn die Reihe trifft, Xen. Conv. 4, 64. – Besonders hießen περίοδος die vier großen öffentlichen Kampfspiele, die Olympischen, Pythischen, Nemeischen u. Isthmischen; daher heißt ὁ τὴν περίοδον νενικηκώς oder ὁ περιοδονίκης der in allen vier Kampfspielen, den ganzen Kreis herum gesiegt hat. – Γῆς, Ar. Nubb. 207, eine Tafel, die den Umfang der Erde, ein Bild der Erde in Umrissen enthält, eine Art Landcharte; vgl. Her. 5, 49; aber 4, 36, ὁρέων γῆς πε-ριόδους γράψαντας πολλούς, eine Beschreibung der Länder, welche Einer umreis't hat; vgl. Arist. pol. 2, 3. – Umkreis, Umfang, τείχεος, λίμνης, Her. 1, 163. 185; Xen. An. 3, 4, 7. – Der Weg, Gang um Etwas herum, Her. 7, 219. 223. 229; auch von Speisen, wie wir »Gang« sagen, περίοδον πρώτην περιφέρειν, Xen. Cyr. 2, 2, 2, den ersten Gang auftragen u. herumgeben. – Das Herumgehen, ἰατρικαί, Luc. Gall. 23; Ael. H. A. 16, 15. – Bei den Aerzten = die regelmäßige Wiederkehr der Lebensweise, regelmäßige Lebensordnung od. Diät, vgl. Luc. Nigr. 23, Medic. oft. – In der Rhetorik die Periode, der abgerundete Redesatz, Arist. rhet. 3, 9 u. Folgde.
-
27 περοδος
-
28 περι-οδο-νίκης
περι-οδο-νίκης, ὁ, s. ἡ περίοδος, D. Cass. 63, 8.
-
29 πέρ-οδος
-
30 τρι-ετηρίς
τρι-ετηρίς, ίδος, ἡ, eigtl. bes. fem. zu τριέτηρος, gew. als subst., sc. ἑορτή, ein dreijähriges, alle drei Jahre wiederkehrendes Fest, bes. des Boscidon, der Hera, des Bacchus, Pind. N. 6, 41; plur., Her. 4, 108, wie Eur. Bacch. 133 u. Plat. Legg. VIII, 834 e. – Ein Zeitraum von drei Jahren, sc. περίοδος.
-
31 κυκλο-τερής
κυκλο-τερής, ές, rundgedreht, abgerundet; eigtl. von dem Drechsler gemacht, πέριξ τὴν γῆν ἐοῠσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Her. 4, 36; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον 1, 194; – übh. ru nd, ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od. 17, 209; Hes. Th. 145 Sc. 208; κυκλοτερὲς μάγα τόξον ἔτεινεν, er spannte den Bogen rund, daß er sich wie zum Kreise krümmte, Il. 4, 124; ἡ τοῠ παντὸς περίοδος κυκλ. οὖσα Plat. Tim. 58 a; ἐπ' αὐχένι. κυκλοτερεῖ Conv. 189 e; τοῠ περὶ τὴν λίμνην κυκλοτεροῦς οἰκοδομήματος Xen. Hell. 4, 5, 6; Sp.; μόλιβος, Bleikugel, Philp. 17 (VI, 62); – auch adv., Blut.
-
32 μονό-κωλος
μονό-κωλος, eingliederig, Pflanzen von einem Schuß, Theophr.; übertr. von der Rede, περίοδος, ein aus einem Gliede bestehender Satz, Rhett.; λόγος, Plut. de educ. lib. 9. Auch = von einer Art, einseitig, φύσις, Arist. pol. 7, 7. – Bei Her. 1, 179 ist μουνόκωλον οἴκημα ein aus einer Abtheilung od. einem Stockwerke bestehendes Gebäude.
-
33 θανατη-φόρος
θανατη-φόρος, todtbringend, tödtlich; αἶσα Aesch. Ch. 363; γένεϑλα Soph. O. R. 181; περίοδος Plat. Rep. X, 617 d; πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν ϑανατηφόροι Xen. Hell. 2, 3, 17; ὀδύναι Arist. part. an. 3, 9; Sp., νυκτικόραξ ᾄδει ϑανατηφόρον, ein Todtenlied, Nicarch. (XI,186).
-
34 ἀ-κώλιστος
ἀ-κώλιστος, nicht in Glieder ( κῶλα) getheilt, περίοδος D. Hal. C. V. p. 340.
-
35 ἀνα-κύκλησις
ἀνα-κύκλησις, ἡ, Wiederkehr in regelmäßigem Kreislauf, Plat. Polit. 269 e; neben περίοδος ἡ διὰ πάντων ἀνακ. Plut. Sol. 4.
-
36 ἐγ-κολπίζω
ἐγ-κολπίζω, 1) einen Meerbusen bilden, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Strab. 5, 4, 5. Aber 9, 5 g. E. = εἰςπλέω εἶς κόλπον. – 2) Med., in seinen Busen nehmen, Plut. garrul. 12; umfassen, umschließen, Philo u. a. Sp.; ἰχϑῠς τῇ σαγήνῃ, fangen, Alciphr. 1, 18. – Bei Dion. Hal. de admir. vi Dem. 4 περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, nach Conj. für ἐγκαλλωπιζομένη, von einem bauschigen, schlecht abgerundeten Satze.
-
37 ἑπτά-κωλος
ἑπτά-κωλος, siebengliedrig, περίοδος, gehol. Ar. Ran. 221.
-
38 ἔμ-μηνος
ἔμ-μηνος, im Monat, a) einen Monat dauernd, einen Monat lang; περίοδος (σελήνης) Tim. Locr. 96 d; ἔργον Plat. Legg. XII, 956 a. – b) monatlich, jeden Monat geschehend; ἱερά Plat. Legg. VIII, 828 c, wie Soph. El. 273; σιτηρέσιον Plut. Caes. 8; ἁρμαλιή Theocr. 16, 35; δίκαι Dem. 33, 23; vgl. Böckh Staatshaush. I S. 54; – κάϑαρσις, = ἐμμήνια, Plut.
-
39 ἡλιακός
ἡλιακός, 1) zur Sonne gehörig, die Sonne betreffend, ἐνιαυτός, Sonnenjahr, κύκλος, D. Sic. 1, 98, wie ἡ ἡλιακή, sc. περίοδος, Sonnenumlauf, plut. Caes. 59; ἐκλείψεις D. L. 1, 23, Sonnenfinsterniß; Sp.; τὸ ἡλιακόν, ein sonniger Ort, vgl. Mein. com. II p. 747. – 21 die Heliaia, den Gerichtshof betreffend; ἀναβὰς εἰς τὴν ἡλιακὴν τὴν τῶν ϑεσμοϑετῶν Antiph. 6, 21, wo Taylor τὴν ἡλιαίαν vermuthet; wahrscheinlich ist στοάν oder besser σύνοδον zu ergänzen, die Versammlung der Thesmotheten.
-
40 αφελης
См. также в других словарях:
περίοδος — one who goes the rounds fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek
περίοδος — η 1. χρονικό διάστημα: Ιστορική περίοδος. 2. φάση φαινομένου, στάδιο: Χειμερινή περίοδος του έτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Σελήνης από το περίγειο. Ονομάζεται επίσης ανωμαλιακός μήνας. Επειδή το περίγειο κινείται προς τη διεύθυνση περιφοράς της Σελήνης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει πλήρη περιστροφή σε 9 έτη),… … Dictionary of Greek
ινδοχμεριανή περίοδος — Η περίοδος κατά την οποία αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χμερ, μεταξύ 1ου και 6ου αι. μ.Χ. Ονομάζεται επίσης προχμεριανή. Βλ. λ. Καμπότζη … Dictionary of Greek
μεσολιθική περίοδος — Προϊστορική εποχή που ακολούθησε την παλαιολιθική και προηγήθηκε της νεολιθικής (10η –7η π.Χ. χιλιετία). Στο διάστημα των χιλιετιών, μεταγενέστερες της εποχής των παγετώνων, που διήρκεσε η μ.π., οι κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες… … Dictionary of Greek
αστρική ή ανυδρική περίοδος — Υποδιαίρεση του κοσμικού αιώνα, δηλαδή του πρώτου αιώνα στην ιστορία της γεωλογίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής εμφανίστηκε η Γη ως αυτοτελές και αυθύπαρκτο ουράνιο φωτεινό σώμα. Επειδή η θερμοκρασία έφτανε περίπου στους 6.000°C, δεν υπήρχαν… … Dictionary of Greek
αστρική περίοδος περιστροφής — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από ένα κύριο σώμα, σε σχέση με τα άστρα. Όταν το σώμα που περιστρέφεται είναι η Σελήνη και το κύριο σώμα η Γη, τότε η α.π.π. λέγεται αστρικός μήνας, ενώ όταν το… … Dictionary of Greek
αλκυονίδες μέρες — Περίοδος κατά την οποία στην Ελλάδα και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο διακόπτεται η χειμερινή κακοκαιρία από αίθριες και ηλιόλουστες ημέρες. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επτά ημέρες πριν ή μετά τη χειμερινή… … Dictionary of Greek
Период термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Период, термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона