-
1 ηλιακη
-
2 Ηλιακή
-
3 Ἠλιακῇ
-
4 Ηλιακή
-
5 Ἠλιακή
-
6 ηλιακή
-
7 ἡλιακῇ
-
8 ηλιακή
-
9 ἡλιακή
-
10 περι-φέγγεια
περι-φέγγεια, ἡ, der einen Gegenstand umgebende Glanz, der sich rings umher verbreitende Glanz, Plut. plac. phil. 3, 5, ἡλιακή.
-
11 ἡλιακός
ἡλιακός, 1) zur Sonne gehörig, die Sonne betreffend, ἐνιαυτός, Sonnenjahr, κύκλος, D. Sic. 1, 98, wie ἡ ἡλιακή, sc. περίοδος, Sonnenumlauf, plut. Caes. 59; ἐκλείψεις D. L. 1, 23, Sonnenfinsterniß; Sp.; τὸ ἡλιακόν, ein sonniger Ort, vgl. Mein. com. II p. 747. – 21 die Heliaia, den Gerichtshof betreffend; ἀναβὰς εἰς τὴν ἡλιακὴν τὴν τῶν ϑεσμοϑετῶν Antiph. 6, 21, wo Taylor τὴν ἡλιαίαν vermuthet; wahrscheinlich ist στοάν oder besser σύνοδον zu ergänzen, die Versammlung der Thesmotheten.
-
12 ηλιακος
3астр. солнечный(ἐνιαυτός Diod., Plut.)
ἡ. κύκλος Diod., Plut. — эклиптика;ἔκλειψις ἡλιακή Diog.L. — солнечное затмение -
13 περιφεγγεια
-
14 θερμότητα
-
15 ἡλιακός
A of the sun, solar, Zeno Stoic.1.34; φάντασμα, εἴδωλον, Demetr.Lac.Herc.1013.17; κύκλος ἡ the sun's orbit, the ecliptic (v. ἐκλειπτικός), D.S.1.98; ἡ. (sc. κύκλος), ὁ, Cleom. 1.4, etc.; φῶς ἡ. Ph.2.254, al.; ἔκλειψις ἡ. D.L.1.23;ἐνιαυτός Gem. 8.47
, Placit.2.32.3; ἔτος, στέφανος ἁ., at Rhodes, Com.Adesp.336.4,6; κάνθαρος ἡ. dung-beetle (v. ἡλιοκάνθαρος), PMag.Par.1.751; τροχίσκος ἡ. (magical remedy), Nech. ap. Harp.Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).135; ἡλιακή (sc. περίοδος), ἡ, solar year, Plu.Caes.59. Adv.- κῶς Procl.in Prm.p.631S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιακός
-
16 ἡλιακός
См. также в других словарях:
Ἠλιακῇ — Ἠλιακός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠλιακή — Ἠλιακός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιακῇ — ἡλιακός of the sun fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιακή — ἡλιακός of the sun fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιακή σταθερά — Το ποσό της ηλιακής ενέργειας που δέχεται ανά λεπτό η μονάδα της επιφάνειας που έχει τοποθετηθεί κάθετα προς τις ηλιακές ακτίνες, έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα και στη μέση απόσταση Γης Ηλίου. Ο υπολογισμός της η.σ. γίνεται με βάση τον νόμο Ι = Ι0… … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… … Dictionary of Greek
θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek