-
1 πεντεκαιδεκατος
-
2 πεντεκαιδέκατος
πεντεκαιδέκατοςfifteenth: masc nom sg -
3 πεντεκαιδέκατος
πεντεκαιδέκατος, η, ον (Aristot.; Diod S 12, 81, 5; Plut., Mor. 1084d; ins; PAmh 131, 7; LXX; Jos., Bell. 5, 282; 7, 401, Ant. 15, 89) fifteenth Lk 3:1.—M-M.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πεντεκαιδέκατος
-
4 πεντεκαιδέκατος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πεντεκαιδέκατος
-
5 πεντεκαιδέκατος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πεντεκαιδέκατος
-
6 πεντεκαιδέκατος
пятнадцатый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πεντεκαιδέκατος
-
7 πεντεκαιδέκατος
-
8 πεντεκαιδέκατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντεκαιδέκατος
-
9 πεντεκαιδέκατος
-
10 πεντεκαιδεκάτη
πεντεκαιδέκατοςfifteenth: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————πεντεκαιδέκατοςfifteenth: fem dat sg (attic epic ionic) -
11 πεντεκαιδέκατον
πεντεκαιδέκατοςfifteenth: masc acc sgπεντεκαιδέκατοςfifteenth: neut nom /voc /acc sg -
12 πεντεκαιδεκάτην
πεντεκαιδέκατοςfifteenth: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 πεντεκαιδεκάτης
πεντεκαιδέκατοςfifteenth: fem gen sg (attic epic ionic) -
14 πεντεκαιδεκάτου
πεντεκαιδέκατοςfifteenth: masc /neut gen sg -
15 πεντεπικαιδεκατος
-
16 πεντ-επι-και-δέκατος
πεντ-επι-και-δέκατος, der fünfte zu dem zehnten, d. i. poet. statt πεντεκαιδέκατος, Agath. 72 (XI, 482).
-
17 πεντε-δέκατος
πεντε-δέκατος, = πεντεκαιδέκατος, vgl. Schäf. Meletem. p. 33.
-
18 πεντεκαιδεκάτηι
πεντεκαιδεκάτῃ, πεντεκαιδέκατοςfifteenth: fem dat sg (attic epic ionic) -
19 πεντεκαιδεκάτω
-
20 πεντεκαιδεκάτῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πεντεκαιδέκατος — fifteenth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδέκατος — η, ον, ΜΑ, αιολ. τ. πεμπεκαιδέκοτος, ον, Α [πεντεκαίδεκα] αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δεκαπέντε, ο δέκατος πέμπτος … Dictionary of Greek
πεντεκαιδέκατον — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc acc sg πεντεκαιδέκατος fifteenth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτη — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτην — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτης — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτου — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτῃ — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτῳ — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπεκαιδέκοτος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πεντεκαιδέκατος … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαταίος — αία, ον, Α αυτός που γίνεται κατά τη δέκατη πέμπτη ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδέκατος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek