-
1 Fifteenth
adj.P. πεντεκαιδέκατος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fifteenth
См. также в других словарях:
πεντεκαιδέκατος — fifteenth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδέκατος — η, ον, ΜΑ, αιολ. τ. πεμπεκαιδέκοτος, ον, Α [πεντεκαίδεκα] αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δεκαπέντε, ο δέκατος πέμπτος … Dictionary of Greek
πεντεκαιδέκατον — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc acc sg πεντεκαιδέκατος fifteenth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτη — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτην — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτης — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτου — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτῃ — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτῳ — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπεκαιδέκοτος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πεντεκαιδέκατος … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαταίος — αία, ον, Α αυτός που γίνεται κατά τη δέκατη πέμπτη ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδέκατος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek