-
1 πεντεκαιδέκατος
-
2 πεντ-επι-και-δέκατος
πεντ-επι-και-δέκατος, der fünfte zu dem zehnten, d. i. poet. statt πεντεκαιδέκατος, Agath. 72 (XI, 482).
-
3 πεντε-δέκατος
πεντε-δέκατος, = πεντεκαιδέκατος, vgl. Schäf. Meletem. p. 33.
См. также в других словарях:
πεντεκαιδέκατος — fifteenth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδέκατος — η, ον, ΜΑ, αιολ. τ. πεμπεκαιδέκοτος, ον, Α [πεντεκαίδεκα] αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δεκαπέντε, ο δέκατος πέμπτος … Dictionary of Greek
πεντεκαιδέκατον — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc acc sg πεντεκαιδέκατος fifteenth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτη — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτην — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτης — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτου — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτῃ — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκάτῳ — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεμπεκαιδέκοτος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πεντεκαιδέκατος … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαταίος — αία, ον, Α αυτός που γίνεται κατά τη δέκατη πέμπτη ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδέκατος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek