Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πεντεκαιδέκατος

См. также в других словарях:

  • πεντεκαιδέκατος — fifteenth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδέκατος — η, ον, ΜΑ, αιολ. τ. πεμπεκαιδέκοτος, ον, Α [πεντεκαίδεκα] αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δεκαπέντε, ο δέκατος πέμπτος …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδέκατον — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc acc sg πεντεκαιδέκατος fifteenth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτη — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτην — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτης — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτου — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτῃ — πεντεκαιδέκατος fifteenth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκάτῳ — πεντεκαιδέκατος fifteenth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπεκαιδέκοτος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πεντεκαιδέκατος …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεκαταίος — αία, ον, Α αυτός που γίνεται κατά τη δέκατη πέμπτη ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδέκατος + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»