-
1 πελάγη
πέλαγοςthe sea: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πέλαγοςthe sea: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
2 βληχρός
A faint, gentle,ἄνεμοι Alc.16
; of the rivers of hell, dull, sluggish, Pi.Fr. 130;πελάγη A.R.4.152
; gentle, opp. ἀκράχολος, Phld.Lib.p.44 O.; β. πυρετοί slight, Hp.Aph.5.64, cf. Plu.Per.38;β. σφυγμοί Hp.Mul.1.37
; νοῦσος -οτέρη ib.36;ὕπνου β. ὄνειαρ Q.S. 2.182
. Adv. - ρῶς slightly, Hp.Mul.2.203; weakly,β. εἶχον καὶ οὐκ ἰσχυρῶς Ctes.Fr.29.42
: [comp] Comp.- ότερον Hp.Morb.2.61
.2 metaph., slight, small,β. ἀπ' ἀρχᾶς B.10.65
;χάριν οὐ β. Id.12.227
.—Not in Hom. (who has ἀβληχρός), nor in [dialect] Att.; η in all dialects.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βληχρός
-
3 διαπεράω
A go over or across, ;πελάγη Isoc.1.19
;δ. ἐπ' οἶδμα E.IT 395
(lyr.); δ. πόλιν pass through it, Ar.Av. 1264;δ. Ἑλλάδα E.Supp. 117
;δ. εἰς Ἰταλίαν Arist.Fr. 485
; of Time, δ. τὸν βίον pass through life, X.Oec.11.7.b διαπερᾶν Μολοσσίαν reign through all Molossia, E.Andr. 1248 codd.3 οἶσθα διαπερῶν by traversing, i.e. by experience, A.Th. 994 (lyr.), cf. Sch.II reach, arrive at a place, PFlor.247.9 (iii A.D.).III trans., carry over,ὕδωρ ποταμοῦ σῶμα δ. Eub.151
, cf. Luc.DMort.20.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπεράω
-
4 κατασπείρω
Aσπερῶ LXX
(v. infr.):—sow, plant,εἰς μήτραν ζῷα Pl.Ti. 91d
: metaph.,ἀνίας μοι κατασπείρας S.Aj. 1005
:—[voice] Pass.,ὁ κατεσπαρμένος σπόρος PMagd.7.8
(iii B.C.).II spread as in sowing, τοῦ χάρακος κ. [πυροβόλα] scatter them over.., Plu.Cam.34;αὐτοῖς αὔραν τινὰ κ. ἡ χώρα νότιον Id. Dio 25
:—[voice] Pass., to be spread abroad, dispersed,εἰ μὴ κατεσπαρμένοι ἦσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι ἐν τοῖς πᾶσιν Pl.Lg. 891b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπείρω
-
5 κατασύρω
Aκατεσϋράμην Pherecyd.158
J.:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 κατεσύρην [ῠ] (v. infr.):—draw, pull down, Philum. ap. Aët.9.12 ([voice] Pass.): usu. with a notion of violence,τὰ [ἀεροπόρα] ἐκ τοῦ οὐρανοῦ D.C.Fr.30.4
: metaph.,ἐπιθυμία κ. τὸν ἡνίοχον λογισμόν Ph.1.58
, cf. 1.627 ([voice] Pass.): esp. lay waste, ravage,τὰς [πόλιας] ὅσας πρότερον οὐ κατέσυραν Hdt.6.33
;κατὰ μὲν ἔσυραν Φάληρον, κατὰ δὲ.. πολλοὺς δήμους Id.5.81
;ὡς πλείστην τῆς χώρας Aen.Tact.16.8
, cf. Plb.1.56.3, al.2 drag, carry off,λείαν Pherecyd.
l.c.;γυναῖκας Parth.19
;τινὰ πρὸς τὸν κριτήν Ev.Luc.12.58
: metaph.,τινὰ εἰς ἐκμελῆ πολιτεύματα Phalar.Ep.93.1
.3 sweep away,πελάγη κ. πόλεις Ph.2.142
:—[voice] Pass., metaph., σκολιὰ ῥεῖθρα ὑφ' ὧν οἱ πολλοὶ -σύρονται, ὡς τὰ λόγιά φησιν Orac.Chald.ap.Procl.in Ti. 3.326 D.;εἰς τὸ πλῆθος ὑπὸ τοῦ μερισμοῦ καὶ τῆς διαστάσεως τῶν ὄντων Id.in Prm.p.551
S., cf. Hierocl. in CA19p.461M.b [voice] Pass., rush down, of rivers, etc., D.P.296, Alciphr.3.13, Gp.5.2.17.5 [voice] Pass., to be reduced,σωμάτων λοιμῷ -συρέντων Lib.Or.61.19
(v.l. συρέντων).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασύρω
-
6 Κυάνεαι
A Dark-rocks, two small islands at the entrance of the Euxine, Hdt.4.85, D.19.273, Str.7.6.1, cf. Συμπληγάδες: Κυάνεα πελάγη, of the adjacent sea, is f.l. in S.Ant. 966. [[pron. full] ῡ, metri gr., S. l. c.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κυάνεαι
-
7 περιπέτομαι
A fly around, Ar.Av. 165 : c. acc., ib. 1721 ;περιεπέτετο τὰ οἰκία Ant.Lib.16.3
;π. τὰ πελάγη Luc.Halc.1
; τὴν ἑκάστου γνώμην π. Id.Hist.Conscr.1 : the form [full] περιπέταμαι occurs in codd. of Arist. HA 609a14 ; cf. περιίπταμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπέτομαι
-
8 συντετραίνω
A- τιτράναι Gal.5.238
, [ per.] 3sg. [tense] pres. imper. [voice] Pass.- τιτράσθω Heliod.
ap.Orib.44.23.59: [tense] fut. - τρήσω: [tense] aor. - έτρησα: [tense] pf. [voice] Pass. - τέτρημαι:— unite by a boring, channel, or passage,ἀλλήλοισι σ. τοὺς μυχούς Hdt. 2.11
(cf.παραλλάσσω 11.1
); τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον συνέτρησαν εἰς τὸν μυελόν they carried the passage through into the marrow, Pl.Ti. 91a, cf. Criti. 115d; τοῖς συντρήσασιν εἰς τὰ τῶν πλησίον who have run a gallery into their neighbours' mines, D.37.38:—[voice] Pass., [οἱ οὐρητῆρες] ἐς τὰ αἰδοῖα συντέτρηνται open directly into.., Hp.Aër.9 (interpol.);εἰς ἀλλήλους -τετρῆσθαι Pl.Phd. 111d
; [φάραγγες] συντετρημέναι πρὸς ἀλλήλας D.S.3.44
;εἰς ὃν ἡ θάλαττα συνετέτρητο Pl. Criti. 115e
;συντετρῆσθαι τὰ πελάγη Str.7.5.9
;συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα Arist.HA 513a35
; , cf. 963b7;οὐκ εἰς τὴν ψυχήν, ἀλλ' εἰς τὴν γλῶτταν ἡ ἀκοὴ συντέτρηται Plu.2.502d
; συντετρημένων τῶν μυκτήρων connected by a passage, Arist.Resp. 474a21.II metaph., δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῦθον let the words pierce in through thy ears, A. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντετραίνω
-
9 ἄπλωτος
A not navigated, not navigable, Arist.Mir. 839b13;πελάγη Ph.2.108
; ἄπλωτα πάντα ἦν navigation was stopped, App.Mith.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπλωτος
-
10 ἅλς
A salt,πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο Il.9.214
, cf. Od.17.455; ἁλὸς μέταλλον a salt-mine, Hdt.4.185; ἁλὸς χόνδροι lumps of rock-salt, ib. 181 : sg. also Ar.Ach. 835, Philyll.28, Axionic.8: more freq. in pl., Od.11.123, Hdt.4.53, al., etc.:—prov. phrases:οὐ σύ γ' ἂν.. σῷ ἐπιστάτη οὐδ' ἅλα δοίης Od.17.455
;φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ'.. οὐδ' ἅλα δοίης Theoc.27.61
; ἅλας συναναλῶσαι, i.e. to be bound by ties of hospitality, Arist.EN 1156b27; τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον to have eaten a bushel of salt together, i.e. to be old friends, Com.Adesp.176; οἱ περὶ ἅλα καὶ κύαμον, of friends, Plu.2.684e, cf. Arist.EE 1238a3;ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
;ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; D.19.189
; τοὺς ἅλας παραβαίνειν ib.191;τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης Aeschin.3.224
; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη 'light come, light go', Zen.2.20; ἅλασιν ὕει, of great abundance, Suid.2 in pl. of medical preparations, Dsc.5.109.II brine, Call.Fr.50.2ἃ. Ἰνδικός
sugar,Archig.
ap. Paul.Aeg.2.53.IV ἅλες, οἱ, metaph., like Lat. sales, wit, possible but unlikely in Pl. Smp. 177b, Ep.Col.4.6; certain in Plu.2.854c; ἅλες called " χάριτες" ib.685a. (Cf.sq.)------------------------------------Aἁλὸς πολιοῖο Il.20.229
), sea (generally of shallow water near shore),εἰς ἅλα δῖαν Il.1.141
; in sea-water,Od.
2.261;ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς 12.27
: sts. pleonast.πόντος ἁλός Il.21.59
, Thgn.10; ἁλὸς πελάγη or πέλαγος, Od.5.335, h.Ap. 73, E.Tr.88;πελαγίαν ἅλα A.Pers. 427
;παρ' ἁλμυρὰν ἅλα E.Ba.17
; in pl. (with a pun on ἅλς A), Ar.Ach. 760.—Poet. word: nom. only Emp.56. (Cf. Lat. sal: both masc. and fem. are from the same root.) -
11 ἐμπλέω
2 in [dialect] Ion. form [suff] ἐμπλεκ-πλώω, float in or upon, Nic.Al. 426, Opp.H.1.260 ([etym.] ἐνιπ-), Aret.SD1.9, 2.1: part. ἐμπλέων loose,πῶρος Heliod.
ap. Orib.45.6.8.3 [voice] Pass., of the sea,πελάγη ναυσὶν ἐμπλεόμενα Ph.1.28
, cf. 2.514.
См. также в других словарях:
πελάγη — πέλαγος the sea neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πέλαγος the sea neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СЕМЬ ОСТРОВОВ — • Septem marĭa, Έπτά πελάγη, так назывались озера и лагуны, образовавшиеся в устье реки По ее разлитием и наводнениями. Среди них возникла позднее, после разрушения гуннами Алтина, нынешняя Венеция. Plin. 3, 16, 20. Tac. hist. 3, 9.… … Реальный словарь классических древностей
PADUS — fluv. Italiae, nulli amnium claritate inferior, praecipue poenâ Phaethontis nobilis, de qua vide Eridanus; sie enim amnis iste Graecis Poetis dici solet. Martial. l. 10. Epigr. 12. v. 2. Et Phaethonteei qui petis arva Padi. De vocabulo Padi, ita… … Hofmann J. Lexicon universale
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
βαθυπελαγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βαθιά πελάγη … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
θαμπερός — ή, ό 1. αυτός που, λόγω τού δυνατού φωτός ή τής ισχυρής ακτινοβολίας, φέρνει θάμβος στην όραση, ο εκθαμβωτικός («θαμπερά καλοκαιριάτικα μεσημέρια») 2. (για πράγματα) μαύρος, σκοτεινός 3. (για την ατμόσφαιρα ή τη θάλασσα) ομιχλώδης, ζοφώδης («τα… … Dictionary of Greek
κατασέρνω — (AM κατασύρω, Μ και κατασύρνω και κατασέρνω) νεοελλ. μσν. κακολογώ, διασύρω, κακογλωσσώ κάποιον μσν. 1. καταντώ, ταπεινώνω κάποιον 2. (σχετικά με τροφή) φέρνω προς τα κάτω, καταπίνω μσν. αρχ. 1. σύρω προς τα κάτω, σέρνω κάποιον στο έδαφος, τραβώ… … Dictionary of Greek
πέλαγος — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 680μ.), στην πρώην επαρχία Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA της Τρίπολης. * * * το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. πέλαγο και πέλαο Ν 1. η μακριά από τις ακτές ανοιχτή θάλασσα… … Dictionary of Greek
πελαγίτης — ὁ, θηλ. πελαγῑτις, ίτιδος, ΜΑ μσν. πελάγιος, πελαγήσιος, αυτός που ζει στο πέλαγος αρχ. αυτός που διαπλέει τα πελάγη («νῆες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. αιγιαλ ίτης, ωκεαν ίτις)] … Dictionary of Greek
πελαγοδρόμος — (pelagodroma). Γένος στεγανόποδων πτηνών της οικογένειας των προκελλαριιδών, που ζουν στις Nότιες θάλασσες. Έχουν μακρύ σώμα και γκριζόλευκο πτέρωμα και εκτελούν μικρές πτήσεις πάνω από τη θάλασσα. Το είδος π. ο θαλάσσιος, γνωστός ως φρεγάτα, ζει … Dictionary of Greek