-
1 συντετραίνω
A- τιτράναι Gal.5.238
, [ per.] 3sg. [tense] pres. imper. [voice] Pass.- τιτράσθω Heliod.
ap.Orib.44.23.59: [tense] fut. - τρήσω: [tense] aor. - έτρησα: [tense] pf. [voice] Pass. - τέτρημαι:— unite by a boring, channel, or passage,ἀλλήλοισι σ. τοὺς μυχούς Hdt. 2.11
(cf.παραλλάσσω 11.1
); τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον συνέτρησαν εἰς τὸν μυελόν they carried the passage through into the marrow, Pl.Ti. 91a, cf. Criti. 115d; τοῖς συντρήσασιν εἰς τὰ τῶν πλησίον who have run a gallery into their neighbours' mines, D.37.38:—[voice] Pass., [οἱ οὐρητῆρες] ἐς τὰ αἰδοῖα συντέτρηνται open directly into.., Hp.Aër.9 (interpol.);εἰς ἀλλήλους -τετρῆσθαι Pl.Phd. 111d
; [φάραγγες] συντετρημέναι πρὸς ἀλλήλας D.S.3.44
;εἰς ὃν ἡ θάλαττα συνετέτρητο Pl. Criti. 115e
;συντετρῆσθαι τὰ πελάγη Str.7.5.9
;συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα Arist.HA 513a35
; , cf. 963b7;οὐκ εἰς τὴν ψυχήν, ἀλλ' εἰς τὴν γλῶτταν ἡ ἀκοὴ συντέτρηται Plu.2.502d
; συντετρημένων τῶν μυκτήρων connected by a passage, Arist.Resp. 474a21.II metaph., δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῦθον let the words pierce in through thy ears, A. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντετραίνω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский