Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παχεῖς

См. также в других словарях:

  • παχεῖς — παχύς thick masc nom pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • CASTULO — urbs olim Episcopalis, nunc pagus Hispaniae Tarraconens. Appiano, Καςτόλων, Strahoni corrupte Κλάςτων, et Καςτάων, et Καίτουλον. Artemidoro, Polybio et Stephano Καςτάλων. Eius meminit Silius, l. 3. v. 30. Castulo Phoebei servat cognomina vatis.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TALIA seu TALEA — TALIA, seu TALEA apud Tertullian. de Pallio c. 5. ubi de transitu a toga ad pallium, nullô taedio constat, adeo nec artifice necesse est, qui pridie rugas ab exordie formet, et inde deducat in talias etc. ruga est in longum deducta ac directa, a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • λιπαροβώλαξ — λιπαροβῶλαξ, ώλακος, ὁ ἡ (Μ) (για έδαφος) αυτός που έχει παχείς βώλους, γόνιμος, εύφορος («λιπαροβῶλαξ ἄρουρα», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπρός» + βῶλαξ «βώλος»] …   Dictionary of Greek

  • πάχης — Αθηναίος στρατηγός του 5ου π.Χ. αι., γιος του Επίκληρου. Το 428 πολιόρκησε τη Μυτιλήνη και την ανάγκασε να παραδοθεί, ενώ τον επόμενο χρόνο κατέκτησε τις πόλεις, Ερεσσό, Πύρρα και Νότιο. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα κλήθηκε στο δικαστήριο… …   Dictionary of Greek

  • παχυνευρώ — έω, Α έχω παχείς τένοντες ή μυς, όπως λ.χ. συμβαίνει σε περίπτωση αρθρίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + νευρῶ (< νευ ρος < νεῦρον)] …   Dictionary of Greek

  • κιβώριο — Μνημειακό επιστέγασμα της Αγίας Τράπεζας των ιερών. Καθιερώθηκε στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές πιθανώς κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. Το κ. ήταν συνήθως μια ημισφαιρική οροφή, συχνά διακοσμημένη στο εσωτερικό με άστρα και υποβασταζόμενη από… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»