Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πατρο-πάτωρ

См. также в других словарях:

  • ταυροπάτωρ — ορος, ό, ἡ, Α (για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. πατρο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»