-
1 παῤ-ῥησία
παῤ-ῥησία, ἡ, freies Reden, Freimüthigkeit, Offenheit im Reden und Handeln; Eur. Hipp. 394 Ion 672 u. öfter; γέλωτα γενέσϑαι ἐπὶ τῇ παῤῥησίᾳ αὐτοῦ, Plat. Conv. 222 c; ἐλευϑερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ παῤῥησίας γίγνεται, Rep. VIII, 557 b; παῤῥησίᾳ κατακορεῖ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρώμενος, Phaedr. 240 e; Folgde; καὶ ἰσηγορία καὶ δημοκρατία, Pol. 2, 38, 6; παῤῥησίαν ἄγειν, D. Sic. 12, 63; παῤ-ῥησίᾳ, freimüthig, offen, Sp.
-
2 ἀ-καιρο-παῤ-ῥησία
ἀ-καιρο-παῤ-ῥησία, ἡ, unzeitige Freimüthigkeit, Eust.
-
3 παῤῥησία
παῤ-ῥησία, ἡ, freies Reden, Freimütigkeit, Offenheit im Reden und Handeln -
4 παρρησια
ἥ1) откровенная речь, откровенность, прямота(ἐλευθερία καὴ π. Plat.; π. καὴ ἰσηγορία καὴ δημοκρατία Polyb.)
παρρησίᾳ θάλλειν и παρρησίαν ἔχειν Eur. — пользоваться свободой слова;παρρησίᾳ φράζειν Eur. — откровенно говорить;μετὰ παρρησίας Dem. — со всей откровенностью;ἐν παρρησίᾳ NT. — явно, откровенно, всенародно2) невоздержность на язык(π. κατακορής Plat.)
3) дерзание, смелость(παρρησίαν ἔχειν εἴς τι и πρός τινα NT.)
-
5 ἀκαιροπαῤῥησία
-
6 παρρησία
παρρησία η1) дерзновение (в молитве):οι άγιοι έχουν παρρησία στον Θεό — у святых есть дерзновение к Богу;
2) откровенность;3) список имен для поминовения на богослуженииЭтим.дргр. < παρ- (< παν-) + -ρησια < ρήσις «слово, речь»
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek