-
1 παρρησια
ἥ1) откровенная речь, откровенность, прямота(ἐλευθερία καὴ π. Plat.; π. καὴ ἰσηγορία καὴ δημοκρατία Polyb.)
παρρησίᾳ θάλλειν и παρρησίαν ἔχειν Eur. — пользоваться свободой слова;παρρησίᾳ φράζειν Eur. — откровенно говорить;μετὰ παρρησίας Dem. — со всей откровенностью;ἐν παρρησίᾳ NT. — явно, откровенно, всенародно2) невоздержность на язык(π. κατακορής Plat.)
3) дерзание, смелость(παρρησίαν ἔχειν εἴς τι и πρός τινα NT.)
-
2 παρρησία
παρρησία η1) дерзновение (в молитве):οι άγιοι έχουν παρρησία στον Θεό — у святых есть дерзновение к Богу;
2) откровенность;3) список имен для поминовения на богослуженииЭтим.дргр. < παρ- (< παν-) + -ρησια < ρήσις «слово, речь»
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek