Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρδαλ

См. также в других словарях:

  • λεοντή — η (Α λεοντῆ και λεοντέη) το δέρμα, το τομάρι τού λιονταριού («ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἀφικνεῑται, προσραπτέον ἐκεῑ τὴν ἀλωπεκῆν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεοντ έη < λέων, οντος + επίθημα έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. αλωπηκ έη, παρδαλ έη)] …   Dictionary of Greek

  • λυκή — λυκῆ, ἡ (ΑM, Α και ασυναίρ. τ. λυκέη) 1. δέρμα λύκου 2. περικεφαλαία από δέρμα λύκου μσν. φρ. «λυκὲς πράσσω» ξεμυαλίζω, παραπλανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λυκέη < λύκος + επίθημα έη δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ έη, παρδαλ έη)] …   Dictionary of Greek

  • νεβρή — νεβρῆ και ασυναίρ. νεβρέη, ἡ (Α) 1. το δέρμα τού νεβρού, η νεβρίδα 2. (γενικά) δορά, δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ῆ / έη, δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ ή, παρδαλ ή)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»