-
1 πορδαλίαγχες
πορδαλίαγχες, τό, = παρδαλίαγχες, Nic. Al. 38.
-
2 πορδαλιαγχές
A v. παρδ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορδαλιαγχές
-
3 παρδαλιαγχές
A = ἀκόνιτον 1, ib. 612a7, Dsc.4.76, Plin.HN20.50, 27.7 ; lon. [full] πορδαλιαγχές Nic.Al.38 :—also [full] παρδαλίαγχος, Ael.NA4.49.II = ἀπόκυνον, Dsc.4.80.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρδαλιαγχές
См. также в других словарях:
πορδαλιαγχές — τὸ, Α ιων. τ. βλ. παρδαλιαγχές … Dictionary of Greek
παρδαλιαγχές — και ιων. τ. πορδαλιαγχές, τὸ, Α το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρδαλις + ἄγχω «σφίγγω τον λαιμό, απαγχονίζω»] … Dictionary of Greek