-
1 παρακολουθώ
[параколуго] р. следовать, сопровождать, следить за чем-либо,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρακολουθώ
-
2 прослеживать
παρακολουθώ, ακολουθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прослеживать
-
3 следить
слежу, следишьρ.δ.1. παρακολουθώ, παρατηρώ•следить за полтом самолта παρακολουθώ την πτήση του αεροπλάνου•
зорко следить άγρυπνα παρακολουθώ.
|| προσεχτικά παρακολουθώ•следить за успехами науки παρακολουθώ τις επιτεύξεις της επιστήμης•
следить за модой παρακο-θώ τη μόδα•
следить за политикой παρακολουθώ την πολιτική.
|| υποπτεύομαι•следить за подозрительном субъектом παρακολουθώ ύποπτο πρόσωπο•
следить муж -ит за женой ο άντρας παρακολουθεί τη γυναίκα του.
2. προσέχω, φροντίζω, μεριμνώ•следить за детьми προσέχω τα παιδιά•
следить за здоровьем προσέχω την υγεία.
3. ιχνηλατώ, παίρνω, ανευρίσκω τον ντορό.4. λερώνω, αφήνω πατήματα•следить мокрыми сапогами на полу λερώνω το πάτωμα με τις βρεγμένες μπότες.
εκφρ.следить за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου. -
4 следить
следить Iнесов в разн. знач. παρατηρώ, προσέχω, παρακολουθώ:\следить глазами παρακολουθώ μέ τό βλέμμα· \следить за чьей-либо мыслью παρακολουθώ τήν σκέψη κάποιου· \следить за успехами нау́ки παρακολουθώ τά ἐπιτεύγματα τής ἐπιστήμης· \следить за здоровьем προσέχω τήν ὑγεία· \следить за тем, чтобы... προσέχω ὡστε...· \следить за ребенком προσέχω τό παιδί.следить IIнесов (оставлять следы) λερώνω τό πάτωμα, ἀφήνω πατημασιές. -
5 наблюдать
ρ.δ.1. παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, παρακολουθώ•наблюдать как играют дети βλέπω πως παίζουν τα παιδιά•
наблюдать течение звзд παρατηρώ την κίνηση των αστεριών•
наблюдать затмение луны παρατηρώ την έκλειψη του φεγγαριού•
наблюдать ход событий παρακολουθώ την πορεία των γεγονότων•
врач -ет больного ο γιατρός παρακολουθεί τον άρρωστο.
2. ερευνώ, σπουδάζω•-жизнь животных παρακολουθώ τηζωή των ζώων.
|| πηγαίνω στ αχνάρια, παρακολουθώ τις κινήσεις.3. επιβλέπω, παρατηρώ•наблюдать за порядком επιβλέπω την τάξη•
наблюдать за ребнком επιβλέπω το παιδάκι.
4. τηρώ, ακολουθώ κάτι πιστά.παρατηρούμαι, συναντιέμαι, έχω τα ίδια γνωρίσματα. || φανερώνομαι, εμφανίζομαι, σημειώνομαι. -
6 проследить
-лежу, -ледишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прослеженный, βρ: -жен, -а, -о; ρ.σ.μ.παρακολουθώ•проследить преступника παρακολουθώ τον εγκληματία.
|| ερευνώ, μελετώ•развитие явления παρακολουθώ τη εξέλιξη του φαινομένου.
-
7 уследить
-ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. услеженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.1. παρακολουθώ άγρυπνα, επαγρυπνώ. || παρακολουθώ, ακούω προσεχτικά•уследить рассказ παρακολουθώ προσεχτικά το διήγημα.
2. παρατηρώ, διακρίνω• ξεχωρίζω. -
8 смотреть
1. (прибегать к помощи зрения, стараясь увидеть что-л.) κοιτάζω 2. (наблюдать за чем-л.) παρακολουθώ, παρατηρώ Засчитать, полагать, думать) νομίζω, σκέπτομαι, υπολογίζω, υποθέτω 4. (иметь попечение, заботиться ο ком-, чем-л.) επιβλέπωπροσέχω5. (осматривать) (с целью ознакомления) εξετάζω, (с целью проверки) επιθεωρώ 6. (знакомиться с содержанием чего-л.) μαθαίνω, γνωρίζω, ενημερώνομαι 7. (быть зрителем, присутствовать на каком-л. представлении) βλέπω, παρακολουθώ 8. (производить осмотр, освидетельствование кого-, чего-л.) εξετάζω, (επι)θεωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смотреть
-
9 курсы
курсы η σειρά παραδόσεων, το φροντιστήριο' я учусь на \курсыах παρακολουθώ φροντιστήριο* * *мн.η σειρά παραδόσεων, το φροντιστήριοя учу́сь на ку́рсах — παρακολουθώ φροντιστήριο
-
10 наблюдать
наблюдать 1) παρατη ρω, παρακολουθώ 2) (следить за кем-чём-л.) επιβλέπω· προσέχω (присматривать)* * *1) παρατηρώ, παρακολουθώ2) (следить за кем-чем-л.) επιβλέπω; προσέχω ( присматривать) -
11 посетить
посетить, посещать 1) επισκέπτομαι· часто посещать συχνάζω* \посетить курс лекций παρακολουθώ μια σειρά παραδόσεων 2): посещать школу πηγαίνω στο σχολείο* * *= посещать1) επισκέπτομαιча́сто посеща́ть — συχνάζω
посети́ть курс ле́кций — παρακολουθώ μια σειρά παραδόσεων
2)посеща́ть шко́лу — πηγαίνω στο σχολείο
-
12 следить
следить 1) (наблюдать) παρακολουθώ 2) (присматривать) παρατηρώ, προσέχω* * *1) ( наблюдать) παρακολουθώ2) ( присматривать) παρατηρώ, προσέχω -
13 наблюдать
наблюдатьнесов1. παρατηρώ, παρακολουθώ·2. (следить, надзирать) ἐπιτηρῶ, προσέχω, ἐπιβλέπω, παρακολουθώ:\наблюдать за порядком ἐπιβλέπω (или ἐπιτηρῶ) τήν τάξη· \наблюдать за больным προσέχω τόν ἀρρωστο. -
14 уследить
уследитьсов1. (за кем-л.) παρακολουθώ συνεχῶς, ἐπιτηρώ, ἐπιβλέπω·2. (за чем-л.) παρακολουθώ κάποιον. -
15 заметить
-мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.1. παρατηρώ, βλέπω, διακρίνω• παρακολουθώ•заметить за движениями неприятеля παρακολουθώ τις κινήσεις του εχθρού.
|| ξεχωρίζω, διακρίνω. || αντιλαμβάνομαι, προσέχω•он первый -ил эту ошибку αυτός πρώτος παρατήρησε αυτό το λάθος.
2. σημειώνω, βάζω σημάδι, σημαδεύω•дорогу βάζω σημάδια στο δρόμο (για αναγνώριση).
3. κάνω παρατήρηση, επιστήνω την προσοχή. || μέμφομαι, επικρίνω, κάνω παρατήρηση.εκφρ.дать заметить – παλ. δίνω να καταλάβει. -
16 наблюдать
(следить за явлением, процессом) παρατηρώπαρακολουθώεπιβλέπωεπιτηρώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наблюдать
-
17 подслушивать
κρυφακούω, ωτακουστώ, παρακολουθώ, υποκλέπτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подслушивать
-
18 прослушивать
1. (что-л. от начала до конца, проводить какое-л. время слушая) ακούω 2. (определять по звуку состояние чего-л., воспринимать слухом.) ακούω 3. мед. ακούω, ακροώμαι 4. (слушая, не воспринимать, не услышать) παρακούω, δεν ακούω 5. (проходить курс какой-л. науки, слушая лекции) παρακολουθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прослушивать
-
19 слушать
1. (воспринимать слухом) ακούω 2. юр. εξετάζω 3. (лекции и т.п.) παρακολουθώ 4. (об управляемых механизмах) ανταποκρίνομαι 5. мед. (напр. больного) εξετάζω, ακούω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слушать
-
20 выследить
выследить, выслеживать πα ρακολουθώ κρυφά, περνώ κατα πόδι, παραφυλάω* * *= выслеживатьπαρακολουθώ κρυφά, περνώ καταπόδι, παραφυλάω
См. также в других словарях:
παρακολουθώ — παρακολουθώ, παρακολούθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: παρακολουθώ, παρακολουθούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (παρακολουθιόμουν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρακολουθώ — έω, ΝΜΑ, παρακολουθῶ, άω, Ν 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι από πολύ κοντά, βαδίζω στα ίχνη του («ο σκύλος μάς παρακολουθεί» 2. εμφανίζομαι ως παρεπόμενο, επακολουθώ 3. μτφ. (για ακροατήριο) ακούω κάτι με προσοχή και τό εννοώ, τό καταλαβαίνω (α. «μέ… … Dictionary of Greek
παρακολουθώ — παρακολούθησα, παρακολουθήθηκα 1. ακολουθώ κάποιον, παίρνω από κοντά κάποιον: Καθημερινά, μόλις βγω από το σπίτι, με παρακολουθεί κάποιος ως το γραφείο μου. 2. μελετώ, εξετάζω, ενημερώνομαι: Παρακολουθώ τη σύγχρονη λογοτεχνική κίνηση. 3. ακούω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακολουθῶ — παρακολουθέω follow pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακολουθέω follow pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρακολουθέω follow pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακολουθέω follow pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουράρω — παρακολουθώ και φροντίζω ασθενή, εφαρμόζω θεραπευτική αγωγή, νοσηλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. curare < ιταλ. cura «κούρα, φροντίδα»] … Dictionary of Greek
θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β … Dictionary of Greek
προκατοπτεύω — Α 1. παρατηρώ, παρακολουθώ εκ τών προτέρων («πόρρωθεν τὰ τῆς διώξεως προκατοπτεύσαντα», Ηλιόδ.) 2. παρακολουθώ μέσω κατασκόπων («τοὺς Πέρσας προκατοπτεύσας», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοπτεύω «παρακολουθώ, κατασκοπεύω»] … Dictionary of Greek
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek
παρακολούθηση — η / παρακολούθησις, ήσεως, ΝΑ [παρακολουθώ] 1. η ενέργεια τού παρακολουθώ, το να ακολουθεί κανείς κάποιον από κοντά, να βαδίζει στα ίχνη του 2. σαφής αντίληψη, κατανόηση όσων λέγονται από κάποιον («είναι δύσκολη η παρακολούθηση τών σκέψεών του»)… … Dictionary of Greek
παρατηρώ — παρατηρῶ, έω, ΝΜΑ [τηρώ] 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με το βλέμμα και με προσοχή, εξετάζω («παρατηρώ τις ηλιακές κηλίδες με το τηλεσκόπιο») 2. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι, προσέχω νεοελλ. 1. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω 2.… … Dictionary of Greek
παρεφομαρτώ — έω, Α παρακολουθώ, φροντίζω, επιμελούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐφομαρτῶ «παρακολουθώ κατά πόδας»] … Dictionary of Greek