-
1 παρα-κατα-θνήσκω
παρα-κατα-θνήσκω (s. ϑνήσκω), daneben od. dabei sterben, παρακάτϑανε, Diosc. 19 (IX, 735).
См. также в других словарях:
παρακάτθανε — παρακαταθνήσκω aor imperat act 2nd sg παρακαταθνήσκω aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)