-
1 παρακατθανε
Anth. 3 л. sing. aor. 2 к παρακαταθνήσκω -
2 παρακαταθνησκω
См. также в других словарях:
παρακάτθανε — παρακαταθνήσκω aor imperat act 2nd sg παρακαταθνήσκω aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)