-
1 παρακατθανε
Anth. 3 л. sing. aor. 2 к παρακαταθνήσκω -
2 παρακάτθανε
παρακαταθνήσκωaor imperat act 2nd sgπαρακαταθνήσκωaor ind act 3rd sg (homeric) -
3 παρα-κατα-θνήσκω
παρα-κατα-θνήσκω (s. ϑνήσκω), daneben od. dabei sterben, παρακάτϑανε, Diosc. 19 (IX, 735).
-
4 παρακαταθνησκω
-
5 παρακαταθνῄσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαταθνῄσκω
См. также в других словарях:
παρακάτθανε — παρακαταθνήσκω aor imperat act 2nd sg παρακαταθνήσκω aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)