-
1 παρα-κατα-θνήσκω
παρα-κατα-θνήσκω (s. ϑνήσκω), daneben od. dabei sterben, παρακάτϑανε, Diosc. 19 (IX, 735).
-
2 παρακαταθνήσκω
παρα-κατα-θνήσκω, daneben od. dabei sterben
См. также в других словарях:
παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… … Dictionary of Greek