-
1 παρά-κτησις
παρά-κτησις, ἡ, Nebenbesitz, Clem. Al.
-
2 παράκτησις
παρά-κτησις, ἡ, Nebenbesitz -
3 χρεία
χρεία (written [full] χρέα PCair.Zen.25.2, 148 (iii B. C.)), [dialect] Ion. [full] χρείη Call. in PSI11.1216.43, ἡ: ([etym.] χράομαι, κέχρημαι):—A need, want,χρείας ὕπο A.Th. 287
; ἵν' ἕσταμεν χρείας considering in what great need we are, S.OT 1443; χρείᾳ πολεμεῖν to war with necessity, Id.OC 191 (anap.): c. gen., want of.., ;ἐν χρείᾳ τύχης Id.Th. 506
; ἐν χρείᾳ δορός in the need or stress of war, S.Aj. 963;φορβῆς χρείᾳ Id.Ph. 162
(anap.), cf. 1004: ἵππων ἡμῖν χρεία μὲν οὔτε τις πολλῶν οὔτε πολλή [ἐστιν] Pl.Lg. 834b; ἦ μὴν ἔτ' ἐμοῦ χρείαν ἕξει will have need of my help, A.Pr. 170 (anap.), cf. Call.l.c.; ἀφίκοντο εἰς χρείαν τῆς πόλεως came to feel the need of its assistance, Pl.Mx. 244d; ἰατρῶν ἐν χρείαις ἐσόμεθα, ἐν χρείᾳ ἡγεμόνος εἶναι, Pl.R. 373d, 566e;ὅτου σε χ. ἔχει S.Ph. 646
; so τίς χ. σ' ἐμοῦ [ἔχει]; E.Hec. 976, cf.χρεώ 1.2
: χρείαν ἔχω, c. inf., Ev.Matt.3.14 (folld. by ( ίνα, Ev.Jo.2.25); signfs.1.1 and 111 in the same sentence, οὐχ οὕτως χ. ἔχομεν τῆς χ. παρὰ τῶν φίλων ὡς .. Epicur.Sent.Vat.34: prov., χ. διδάσκει, κἂν βραδύς τις ᾖ, σοφόν ' necessity is the mother of invention', E.Fr. 715, cf.El. 376, Men.263: pl., ;αἱ τοῦ σώματος χ. X. Mem.3.12.5
;πρώτη γε καὶ μεγίστη τῶν χ. ἡ τῆς τροφῆς παρασκευή Pl.R. 369d
;αἱ ἀναγκαῖαι χ. D.23.148
, cf. 45.67 (sg.);πολεμικαὶ χ. Arist. Pol. 1328b11
.3 a request of necessity, opp. ἀξίωσις (a claim of merit), Th.1.37, cf. 33: generally, request,τὴν πρίν γε χ. ἠνύσασθ' ἐμοῦ πάρα A.Pr. 700
; κἀγὼ.. τοιάνδε σου χ. ἔχω make such a request of or to thee, Id.Ch. 481.II business, ὡς πρὸς τί χρείας; for what purpose? S.OT 1174, cf. 1435; ;δοῦναι ἑαυτὸν εἰς τὴν χ. Plb.8.16.11
.b esp. military or naval service, ἡ πολεμικὴ χ. καὶ ἡ εἰρηνική the employments of war and of peace, Arist.Pol. 1254b32; αἱ κατὰ θάλατταν [χ.], ἡ ἐν τῇ γῇ χ., Plb.6.52.1, 31.21.3; οἱ ἐπὶ τῶν χ. Aristeas 110, LXX 1 Ma.12.45;οἱ πρὸς ταῖς χ. Ju.12.10
; (i B. C.); in military sense, action, engagement,αἱ κατὰ μέρος χ. Plb.1.84.7
, al.c generally, business, employment, function, Id.3.45.2, etc.; ἡ ἐγκεχειρισμένη χ. the duty assigned, PTeb.741.11 (ii B. C.);οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χ. ταύτης Act.Ap.6.3
;χ. πολιτικαί Plu.Mar. 32
, etc.d a business, affair, matter, like χρέος, Plb.2.49.9, al.; τὴν ὑπὲρ τούτων χ. the study of these things, Epicur.Ep.1p.29U.e χ. ἀναγκαία need of nature, D.S.4.33;τροφῆς χ. Ph.2.472
.III use,1 as a property, use, advantage, service,χρείης εἵνεκα μηδεμιῆς Thgn.62
;τῆς χ. τοῦ παιδὸς ἀποστερηθῆναι Antipho 3.3.4
;ἡ χ. τῆς ῥητορικῆς Pl.Grg. 480a
;πωλοῦντες τὴν τῆς ἰσχύος χ. Id.R. 371e
; χρείαν ἔχειν τοῖς ἀνθρώποις to be of service to mankind, Id.Smp. 204c; τὰ οὐδὲν εἰς χρείαν things of no use or service, D.Prooem. 56.3; χρείαν ἔχει εἴς τι is of service towards.., Sosip.1.41; for S.OT 725, v. ἐρευνάω 1: pl., χρεῖαι.. φίλων ἀνδρῶν services rendered by them, Pi.N.8.42; χρείας παρέχεσθαι render services, Decr. ap. D.18.84, IG22.654.15, cf. Plb.1.16.8 (sg.); ἵνα σοι τὰς χ. παρέσχωμαι (sic) PCair.Zen. 498 (iii B. C.);μεγάλην παρεῖχε χ. τοῖς κοινοῖς πράγμασιν Plb.3.97.4
; παρέχειν χ. to be serviceable, useful, Aristo Stoic.1.79;ἑξήκοντα καὶ τριακόσια χρειῶν γένη παρέχον δένδρον Plu.2.724e
;χ. ναυτικαί
equipments,Ael.
VH2.10.2 as an action, using, use,κτῆσις καὶ χ. X.Mem.2.4.1
, Pl.R. 451c; ἐν χρείᾳ εἶναι in use, Id.Phd. 87c; κατὰ τὴν χ. for use, Id.R. 330c;πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην χ. X.Mem.4.2.25
; ἡ χ. τῶν λόγων the employment of words, Pl.Sph. 239d, cf. Plt. 272d: pl., λάμπει γὰρ ἐν χρείαισιν ὥσπερ.. χαλκός is made bright by constant use, S.Fr. 864.IV of persons, familiarity, intimacy, τινος with one, Antipho 5.63: generally, any relation of business or intercourse, ;ἡ πρὸς ἀλλήλους χ. Arist.Rh. 1376b13
; [Νικόμαχος] συνεβίω Ἀμυντᾳ.. ἰατροῦ καὶ φίλου χρείᾳ
in the relationship, capacity,D.L.
5.1.V Rhet., pregnant sentence, maxim, freq. illustrated by an anecdote, Sen.Ep.33.7, Hermog.Prog.3, Aphthon,Prog.3, Theon Prog.5, etc.: pl., title of works by Zeno (D.L.6.91), Aristipp., etc.; by Macho, a collection of sayings of courtesans, Ath.13.577d;ἡ τοῦ Κλεομένους χ. Plu.2.218a
; χρεῖαι καὶ ἱστορίαι ib.78f. -
4 κρατέω
κρᾰτ-έω, [dialect] Aeol. [full] κρετέω, [tense] aor. inf. [full] κρέτησαι Sapph. Supp.9.5:— [voice] Med., [tense] aor. ἐπι-κρατησάμενοι v.l. in Gal.UP6.13:—[voice] Pass., [tense] fut.Aκρατήσομαι Aristid.1.501
J. and, with v.l. κρατηθήσομαι, Th.4.9:—to be strong, powerful: hence,I abs., rule, hold sway,Ἤλιδα.., ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Od.13.275
,15.298; μέγα κρατέων ἤνασσε with mighty sway.., Il.16.172;ἅπας δὲ τραχύς, ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
; ὁ κρατῶν the ruler, Id.Ag. 951, 1664, S.Ant. 738, etc.;θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί A.Pr. 937
;οἱ κρατοῦντες Id.Ch. 267
, S.OT 530, etc.;τὸ κρατοῦν E.Andr. 133
(lyr.), Pl.Lg. 714c, Arist.Pol. 1255a15; ἡ κρατοῦσα the lady of the house, A.Ch. 734.2 in Poets, c. dat., rule among,μέγα κρατέεις νεκύεσσιν Od.11.485
;ἀνδράσι καὶ θεοῖσι 16.265
; Φθίᾳ rule in Phthia, Pi.N.4.50;ἐν Ἰλιάδι χθονί E.El.4
.3 c. gen., to be lord or master of, rule over, πάντων Ἀργείων, πάντων, Il.1.79, 288, cf. Od. 15.274; (lyr.); ; ; κ. τοῦ βίου to be master of.., And.1.137;αὑτοῦ κ. S.Aj. 1099
, Antipho 5.26, cf. S.OC 405;ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν Pl.Smp. 196c
, etc.;τῶν πραγμάτων D.2.27
; τοῦ μὴ πείθεσθαι τοῖς νόμοις κρατῆσαι to be above obedience.., X.Lac.4.6.II conquer, prevail, get the upper hand, abs., A.Ag. 324, etc.;πολλῷ ἐκράτησαν Hdt.5.77
;εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε Th.3.62
;ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ Pl.Phdr. 272b
;ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ Diph.111
: c. dat. modi, κ. τῇ γνώμῃ prevail in opinion, Hdt.9.42; πάλᾳ, ἱπποδρομίᾳ, Pi.O.8.20, I.3.13; ;ταῖς ναυσί Ar.Ach. 648
;τῷ Φοινίκων ναυτικῷ Th.1.16
; alsoθουρίῳ ἐν Ἄρει S.Aj. 614
(lyr.);ἐν τοῖς πολέμοις Ar.Pl. 184
: c.acc.cogn.,κ. στάδιον B. 6.15
, cf. 7;ὀκτὼ νίκας E.Epigr.1
;τὸν ἀγῶνα D.21.18
; τὴν μάχην v.l. for τῇ μάχῃ in D.S.18.30;τὴν πρεσβείαν Philostr.VS1.21.6
; πάντα in all things, S.OT 1522; οἱ κρατοῦντες the conquerors, X.An.3.2.26;τὰ κατὰ πόλεμον κρατούμενα τῶν κρατούντων εἶναί φασιν Arist.Pol. 1255a7
.c of reports, etc., prevail, become current,φάτις κρατεῖ A.Supp. 293
, S.Aj. 978;λόγος κ. A.Pers. 738
; ;κρατεῖ ἡ φήμη παρά τισι Plb. 9.26.11
.2 c.inf., prevail so that,κ. τῷ πλήθει ὥστε μὴ αὐτίκα τὰς πύλας ἀνοίγεσθαι Th.4.104
: impers., κατθανεῖν κρατεῖ 'tis better to.., A.Ag. 1364;κρατεῖ μὴ γιγνώσκοντ' ἀπολέσθαι E.Hipp. 248
(anap.).3 c.gen., conquer, prevail over,τῶν ἐναντίων S.Fr.85
, cf. OC 646, A.Th. 955 (lyr.), etc.;κ. τινὸς τὸν ἀγῶνα Philostr.Her.2.5
: metaph., ; κ. τῆς διαβολῆς get the better of it, Lys.19.53; ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει surpassed, went beyond it, Th.1.69; ἡ φύσις.. τῶν διδαγμάτων κρατεῖ is better than.., Men. Mon. 213, cf. 169.b of food, digest, assimilate, Hp.VM3,14, Mnesith. ap. Ath.2.54b, Phylotim.ib.3.79c:—[voice] Pass., Hp.Epid.6.5.15;τῆς τροφῆς μὴ κρατηθείσης Plu.2.654b
.4 c.acc., conquer, master, Pi.N.10.25, A.Pr. 215, Th. 189, E.Alc. 490, Ar.Nu. 1346, Av. 420, X. An.7.6.32, etc.; μάχῃ, τῷ πολέμῳ τινά, Th.6.2, Aeschin.2.30;τῷ λόγῳ τινά Ar.V. 539
; πάχει μάκει τε in.., Pi.P.4.245; outdo,τοὺς φίλους εὖ ποιῶν X.Hier.11.15
; ; surpass,κρατεῖ δὲ ὁ τῆς ἡδονῆς [βίος] τὸν τῆς φρονήσεως Pl.Phlb. 12a
:—[voice] Pass., to be overcome, A.Th. 750 (lyr.), etc.; (lyr.);ὑπὸ τοῦ ὕπνου Hdt.2.121
.δ'; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Pl.Lg. 633e
.III become master of, get possession of, τῆς ἀρχῆς, τῶν νεκρῶν, Hdt.1.92,4.111;πολλὰ φρονέοντα μηδενὸς κ. Id.9.16
; ;οὔπω ἡ βουλή σου ἐκράτει Lys.13.26
;κ. τῆς γῆς Th.3.6
;ναυσὶ τῆς θαλάσσης Pl.Mx. 240a
; κ. τῆς λέξεως have it at command, remember it, Ath.7.275b; master by the intellect,πάντων τῶν τῆς ἱστορίας μερῶν Plb.16.20.2
:—[voice] Pass., to be mastered,δεῖ ἐν ταῖς τέχναις καὶ ἐπιστήμαις ταῦτα κρατεῖσθαι Arist.Pol. 1331b38
, cf. Po. 1456a10 (prob.for κροτεῖσθαι).2 c.acc.rei, seize, win and keep, esp.by force,πᾶσαν αἶαν A.Supp. 255
; ; seize, hold fast, arrest, τινα Batr.63, Plb.8.18.8, Ev.Matt.14.3;τένοντα Batr.233
;τὰς χεῖράς τινος PLips. 40iii2
(iv/v A.D.); secure, grasp, τὴν ἀκατονόμαστον Τριάσα Zos.Alch.p.230 B.3 hold up, support, τινα D.H.4.38; maintain a military post, X.An.5.6.7; hold fast,τὰς παραδόσεις 2 Ep.Thess.2.15
; keep, retain, PTeb.61 (b).229 (ii B.C.):—[voice] Pass., οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ θανάτου) Act.Ap.2.24; ἡ κτῆσις τοῖς τέκνοις κεκράτηται has been reserved for, settled upon, POxy. 237 viii 36 (ii A.D.).4 in Law, possess a title to, κ. καὶ κυριεύειν c.gen., PTeb.319.19 (iii A.D.), etc.b sequester, place under embargo, OGI1669.23 ([voice] Pass., Egypt, i A.D.), BGU 742 iii 6 ([voice] Pass., ii A.D.).5 hold in the hand, ;πόαν Dsc.3.93
;ἄρτον Plu.2.99d
;σκῆπτρον Ath.7.289c
, cf. Luc.Am.44, Ach.Tat.1.6, etc.;δακτύλιον PMag.Lond.46.451
(iv A.D.).V control, command, A.Ag.10, E. Hec. 282:—[voice] Pass., αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα controlled by.., Ar.Av. 755;κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προβουλεύματος D.H.9.52
;διαθέσει Porph. Sent.27
. -
5 χρῆσις
Iemployment, use made of a thing,ἀνέμων Pi.O.11(10).2
;χρημάτων Democr.282
; , cf. SIG987.33 (Chios, iv B. C.); τὴν κατ' ἀξίαν χ. ποιοῦνται ἑκάστῳ (fort. leg. ἑκάστου) Iamb.Protr.5; use, practice, Hp.VM4; in pl., uses, advantages, Pi.N.1.30; αἱ ἐς τὰ πολεμικὰ χ. the uses of war, X.Cyr. 8.5.7;αἱ πολιτικαὶ χ. Arist.Pol. 1267a23
; opp. κτῆσις, Pl.Mx. 238b, Arist.EN 1098b32, Cic.Fam.7.29.1; opp. πώλησις, X.Oec.3.9.2 usefulness, Th.7.5; opp. ἀχρηστία, Pl.R. 333d; so as to become useful,Hp.
Art.27; ἔχειν χρῆσιν to be useful, D.11.8.3 intimacy, acquaintance, ἡ οἰκειότης καὶ ἡ χ. [τῆς πόλεως] Isoc. Ep.2.14;ἡ χ. ἡ πρὸς ἀλλήλους Arist.Pol. 1280a36
;αἱ οἴκοι χρήσεις Isoc.19.11
;ἡ τῶν ἀφροδισίων χ. Pl.Lg. 841a
, Arist.HA 581b13, cf. Pol. 1262a34 (pl.), Ep.Rom.1.26; τὰ ἐν χρήσει familiar objects, Plot.4.4.37.4 Gramm., usage, of words,ἡ ἐξαλλαγὴ τῆς συνήθους χ. D.H.Amm.2.3
; ἀναστρέφων τὰς χ. ib.2, cf. A.D.Synt.119.24, al.;ἡ Πλάτωνος χ. Id.Pron.72.18
; in concrete sense, example of a word or use, πυκνῶς αἱ χ. παρὰ Αἰολεῦσιν ib.66.3; passage cited, f. l. for κρίσει in D.H.Rh.4.3; indicated by the symbol <*>, Anon.Oxy.1611.56 (iii A. D.); <*> Ἀριστοφάνους (referring to Av. 1181) An.Ox.2.452.II ( χράω (B) A), oracular response, ἀπὸ κείνου χρήσιος at his bidding, Pi.O.13.76.
См. также в других словарях:
κτήσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek