-
1 παντορεκτης
-
2 παντορέκτης
II ([etym.] ὀρέγομαι) all-desiring, Adam.1.16, 2.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντορέκτης
-
3 παντορέκτης
παντο-ρέκτης, ὁ, alles tuend -
4 παντορέκται
παντορέκτηςall-desiring: masc nom /voc plπαντορέκτᾱͅ, παντορέκτηςall-desiring: masc dat sg (doric aeolic) -
5 παντορέκτην
παντορέκτηςall-desiring: masc acc sg (attic epic ionic) -
6 παντορέκτα
παντορέκτᾱ, παντορέκτηςall-desiring: masc nom /voc /acc dualπαντορέκτηςall-desiring: masc voc sgπαντορέκτᾱ, παντορέκτηςall-desiring: masc gen sg (doric aeolic)παντορέκτηςall-desiring: masc nom sg (epic) -
7 παντορέκτας
παντορέκτᾱς, παντορέκτηςall-desiring: masc acc plπαντορέκτᾱς, παντορέκτηςall-desiring: masc nom sg (epic doric aeolic) -
8 παντεπίθυμος
παντ-επίθῡμος, ον,A = παντορέκτης 11, Polem.Phgn.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντεπίθυμος
-
9 παντοέρκτης
A = παντορέκτης 1, Herod.5.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοέρκτης
См. также в других словарях:
παντορέκτης — (I) και παντορέκτης, ὁ, Α αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο ρρέκτης]. (II) ὁ, Α αυτός που επιθυμεί τα πάντα … Dictionary of Greek
παντορέκται — παντορέκτης all desiring masc nom/voc pl παντορέκτᾱͅ , παντορέκτης all desiring masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντορέκτην — παντορέκτης all desiring masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντορέκτα — παντορέκτᾱ , παντορέκτης all desiring masc nom/voc/acc dual παντορέκτης all desiring masc voc sg παντορέκτᾱ , παντορέκτης all desiring masc gen sg (doric aeolic) παντορέκτης all desiring masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
παντορέκτας — παντορέκτᾱς , παντορέκτης all desiring masc acc pl παντορέκτᾱς , παντορέκτης all desiring masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)