Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παντορέκτης

См. также в других словарях:

  • παντορέκτης — (I) και παντορέκτης, ὁ, Α αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο ρρέκτης]. (II) ὁ, Α αυτός που επιθυμεί τα πάντα …   Dictionary of Greek

  • παντορέκται — παντορέκτης all desiring masc nom/voc pl παντορέκτᾱͅ , παντορέκτης all desiring masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντορέκτην — παντορέκτης all desiring masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντορέκτα — παντορέκτᾱ , παντορέκτης all desiring masc nom/voc/acc dual παντορέκτης all desiring masc voc sg παντορέκτᾱ , παντορέκτης all desiring masc gen sg (doric aeolic) παντορέκτης all desiring masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • παντορέκτας — παντορέκτᾱς , παντορέκτης all desiring masc acc pl παντορέκτᾱς , παντορέκτης all desiring masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»