Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παλαισταί

См. также в других словарях:

  • παλαισταί — παλαιστή fem nom/voc pl παλαιστής wrestler masc nom/voc pl παλαστή palm of the hand fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμίας — ὁ, Α (με σημ. επιθ.) (για πρόσ.) αυτός που έχει μεγάλους ώμους («παλαισταὶ ὠμίαι», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. ίας (πρβλ. ξιφ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • Πρατίνας — (περ. 540 π.X. – περ. 470). Αρχαίος τραγικός ποιητής από τον Φλειούντα, ο οποίος θεωρείται από την παράδοση δημιουργός του σατυρικού δράματος (το οποίο όμως υπήρχε αφαλώς και πριν από αυτόν, αλλά όχι σε έντεχνη μορφή). Ξανάδωσε στους χορούς των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»