Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πήχεις

См. также в других словарях:

  • πήχεις — πῆχυς forearm masc nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • Nilvs — NILVS, i, Gr. Νεῖλος, ου, (⇒ Tab. IV.) des Pontus und Mare, Hygin. Præf. p. 5. oder nach andern, des Oceans und der Tethys Sohn, Hesiod. Theog. v. 338. einer der größten und berühmtesten Flüsse in der Welt, welcher daher mit unter die Sterne an… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Ксил —    • Ξύλον, lignum,        1. употреблялось у греков для наказания рабов, которое состояло в том, что шею и ноги вкладывали в колодку (Arist. Lys. 680 Arist. Equit. 367); употреблялось также при укрощении сумасшедших (Hdt. 6, 75);        2.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Существительное в праиндоевропейском языке — Существительное  часть речи праиндоевропейского языка. Существительное в праиндоевропейском языке обладало категориями рода, числа и падежа[1][2]. Так же, как и глаголы, существительные могли быть тематические (у которых между основой и… …   Википедия

  • CUBITI — Graece πήχεις, Alexandrinis vocitati fuerunt pumili pueri vix cubitûm alti, teste Lucianô in Ρ῾ητόρ. διδαςκ. et Philostratô in Nilo: quales facie et gartulitate amabiles undique conquisiisse Augustus dicitur Suetonio in eo, c. 83. Iisdem matronas …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHOENIX — I. PHOENIX Agenoris filius, Cadmi frater, qui Phoenicibus imperavit, a quo Phoenicia, ut quidam volunt. Frater fuit Cadmi, Cilicis et Europae, quam Iuppiterrapuit. Solinus tamen Cilicem facit Phoenicis filium, c. 38. quemadmodum Europam eiusdem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμμα — ἅμμα, το (Α) κάθε τι που είναι δεμένο ή κατάλληλο για δέσιμο: 1. κόμπος 2. βρόχος, θηλιά 3. σκοινί ή ταινία 4. κάλυκας άνθους 5. κότσος γυναικείας κόμης 6. κρίκος αλυσίδας 7. στον πληθ. τὰ ἅμματα οι λαβές στην πάλη και τα χέρια τού παλαιστή 8.… …   Dictionary of Greek

  • έξπηχυς — ἕξπηχυς, ο (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος έξι πήχεις …   Dictionary of Greek

  • εμβαδόν — Η επιφάνεια ενός χώρου, καθώς και ο αριθμός που εκφράζει την έκταση αυτής της επιφάνειας. Η έννοια του ε. προέρχεται από την υπόθεση που υπαγορεύει ότι δύο τμήματα δύο επιφανειών, που διαφέρουν στο σχήμα, μπορεί να έχουν την ίδια έκταση. Έτσι,… …   Dictionary of Greek

  • εύπηχυς — εὔπηχυς, υ (Α) 1. αυτός που τα χέρια του έχουν ωραίους πήχεις, ωραίους βραχίονες 2. επίθ. τής Αθηνάς («εὔπηχυν Ἀθήνην», Ριαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πήχυς «βραχίονας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»