-
1 αμυμων
(Ἀσκληπιός, οἶκος, μῆτις, αἶνος, νῆσος, τόξος, τύμβος, ἔργα Hom.; υἱός, sc. Λητους HH.; Νηρεύς Hes.; Κτέατος Pind.; παλαισταί, βίος Plut.)
См. также в других словарях:
παλαισταί — παλαιστή fem nom/voc pl παλαιστής wrestler masc nom/voc pl παλαστή palm of the hand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμίας — ὁ, Α (με σημ. επιθ.) (για πρόσ.) αυτός που έχει μεγάλους ώμους («παλαισταὶ ὠμίαι», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. ίας (πρβλ. ξιφ ίας)] … Dictionary of Greek
Πρατίνας — (περ. 540 π.X. – περ. 470). Αρχαίος τραγικός ποιητής από τον Φλειούντα, ο οποίος θεωρείται από την παράδοση δημιουργός του σατυρικού δράματος (το οποίο όμως υπήρχε αφαλώς και πριν από αυτόν, αλλά όχι σε έντεχνη μορφή). Ξανάδωσε στους χορούς των… … Dictionary of Greek