-
1 παλαιο-
-
2 παλαιό-
первая часть сложных слов, означ. старый, древний -
3 παλαιό-πλουτος
παλαιό-πλουτος, mit altem, längst gesammeltem Reichthume, Thuc. 8, 28 u. Sp.
-
4 παλαιό-πολις
παλαιό-πολις, ἡ, Altstadt, VLL.
-
5 παλαιό-ριζος
παλαιό-ριζος, mit alten Wurzeln.
-
6 παλαιό-τροπος
παλαιό-τροπος, von alterthümlicher Sitte, Art, Iambl. u. a. Sp.
-
7 παλαιό-φρων
παλαιό-φρων, altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.
-
8 παλαιό-χρονος
παλαιό-χρονος, vor alter Zeit, Sp.
-
9 παλαιό-γονος
παλαιό-γονος, dasselbe, Κεκρόπιοι, Ep. ad. 487 ( Plan. 295).
-
10 παλαιό-δουλος
παλαιό-δουλος, ὁ, der schon lange Sklave ist, Philo.
-
11 παλαιο-πράγμων
παλαιο-πράγμων, Erkl. von παλαιοϑέτης, Hesych., der schon längst in Geschäften geübt ist.
-
12 παλαιο-ράφος
παλαιο-ράφος, ὁ, Altflicker.
-
13 παλαιο-τροπία
παλαιο-τροπία, ἡ, alterthümliche Sitte, Eust. 531, 40.
-
14 παλαιο-τόκος
παλαιο-τόκος, die schon längst, vor langer Zeit geboren hat, Aret., Ggstz νεοτόκος.
-
15 παλαιο-φανής
παλαιο-φανής, ές, alt erscheinend, Geop.
-
16 παλαιο-γενής
παλαιο-γενής, ές, = παλαιγενής, Ar. Nubb. 357, im voc. πρεσβῠτα παλαιογενές.
-
17 παλαιο-μάτωρ
παλαιο-μάτωρ, ορος, ἡ, v. l. von παλαιμάτωρ, bei Eur.
-
18 παλαιο-μάγαδις
παλαιο-μάγαδις, ὁ, = μάγαδις, Ath. IV, 182 d.
-
19 παλαιο-λογέω
παλαιο-λογέω, von alten Dingen, vom Alterthum sprechen, App. Hisp. 2.
-
20 παλαιο-θέτης
παλαιο-θέτης, nach Hesych. u. Phot. παλαιοπράγμων.
См. также в других словарях:
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
Παλαιό Αγιονέρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται NΔ της Πικρολίμνης, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Έδρα του ομώνυμου δήμου … Dictionary of Greek
Παλαιό Γεράνι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γερανίου … Dictionary of Greek
Παλαιό Γυναικόκαστρο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.) του νομού Kιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσιανού … Dictionary of Greek
Παλαιό Ελευθεροχώρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ.) του νομού Πιερίας … Dictionary of Greek
Παλαιό Εράσμιο — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερασμίου … Dictionary of Greek
Παλαιό Ζερβοχώρι — Οικισμός (υψόμ. 4 μ.), στην πρώην επαρχία Nάουσας, του νομού Hμαθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζερβοχωρίου … Dictionary of Greek
Παλαιό Καλαμάκι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.) του νομού Kορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ισθμίας … Dictionary of Greek
Παλαιό Κατράμι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διομήδειας … Dictionary of Greek
Παλαιό Κεραμίδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται BΔ της Κατερίνης … Dictionary of Greek
Παλαιό Λουτρό — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας, του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται A του Αιγάλεω, BA των Γαργαλιάνων … Dictionary of Greek