Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κεκρόπιοι

См. также в других словарях:

  • Κεκρόπιοι — Κέκροψ Cecropian masc nom/voc pl Κεκρόπιος Cecropian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεκρόπιος — Κεκρόπιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, Αθηναίος, αθηναϊκός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Κεκρόπιοι οι Αθηναίοι 3. (το θηλ. ως κύρ. όν.) ἡ Κεκροπία α) η Αθήνα β) δήμος τής αρχαιότατης Αττικής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ Κεκρόπιον τμήμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»