-
1 παλαίστρας
παλαίστρᾱς, παλαίστραwrestling-school: fem acc plπαλαίστρᾱς, παλαίστραwrestling-school: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 περικωμάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικωμάζω
-
3 περινοστέω
A go round, visit, inspect,περὶ τὰς κλίνας Ar.Th. 796
;παλαίστρας Id. Pax 762
;τὰ τεκτόνων ἔργα Plu.2.155c
: metaph., π. τινὰ ἀπάτῃ circumvent, Aesop.204b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περινοστέω
-
4 ἐκκενόω
A empty out, leave desolate,ἄστυ Σούσων ἐξεκείνωσεν A.Pers. 761
, cf. LXXPs.136(137).7 ; clear out, ; ; ἐ. θυμὸν ἐς σχεδίαν γέροντος pour out one's spirit into Charon's boat, i.e. give up the ghost, Theoc.16.40 ;χολῆς περισσὸν..ἐ. τῶν ἐγκάτων App.Anth.3.158
; ἐ. ἰούς to shoot all one's arrows, AP6.326 (Leon.):— [voice] Pass., to be left desolate,στένει γαῖ' Ἀσὶς ἐκκενουμένα A.Pers. 549
(lyr.), cf. Th. 330 (lyr.);Ἀττικὴ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀγέλης ἐκκενωθεῖσα Philostr.VS1.16.1
;Μοιράων..μίτος ἐξεκενώθη
was exhausted, spun out,IG
14.2002.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκενόω
-
5 ἔκτοσθε
A = ἔκτοθεν, outside, c. gen., τείχεος ἐ. 9.552; αὐλῆς, δόμων, Od.7.112,23.148; θεῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων out of the number of the gods, Hes.Th. 813;ἔ. παλαίστρας Theoc.2.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκτοσθε
См. также в других словарях:
παλαίστρας — παλαίστρᾱς , παλαίστρα wrestling school fem acc pl παλαίστρᾱς , παλαίστρα wrestling school fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek
παλαιστροφύλαξ — παλαιστροφύλαξ, ακος, ὁ (Α) επιμελητής τής παλαίστρας, επιστάτης παλαίστρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαίστρα + φύλαξ] … Dictionary of Greek
Florina — Gemeinde Florina Δήμος Φλώρινας … Deutsch Wikipedia
Meliti — Stadtgemeinde Meliti (1997–2010) Δήμος Μελίτης (Μελίτη) … Deutsch Wikipedia
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Νέμεα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… … Dictionary of Greek
Νεμέα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… … Dictionary of Greek
ακόνιτος — ἀκόνιτος, ον (Α) [κονίω] 1. αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη σκόνη τού στίβου ή τής παλαίστρας 2. όποιος πετυχαίνει κάτι χωρίς αγώνα και κόπο … Dictionary of Greek