Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παιδο-γόνος

См. также в других словарях:

  • πυριγόνος — και πυρογόνος, ον, Α αυτός που γεννά, που παράγει φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυο γόνος, παιδο γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] …   Dictionary of Greek

  • τεκνογόνος — ον, Α αυτός που γεννά, που αποκτά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παιδο γόνος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»