-
1 παιδο-γόνος
παιδο-γόνος, Kinder erzeugend, Eur. Suppl. 629; zum Kindererzeugen geschickt machend, stärkend, Ath. II, 41 f, Theophr. u. Sp.
-
2 παιδογόνος
παιδο-γόνος, Kinder erzeugend; zum Kindererzeugen geschickt machend, stärkend
См. также в других словарях:
πυριγόνος — και πυρογόνος, ον, Α αυτός που γεννά, που παράγει φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυο γόνος, παιδο γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] … Dictionary of Greek
τεκνογόνος — ον, Α αυτός που γεννά, που αποκτά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παιδο γόνος] … Dictionary of Greek