-
1 παθαίνω
παθαίνω, in Leidenschaft, πάϑος setzen, D. Hal. iud. Thuc. 2, 3. – Gew. im med. in Leidenschaft, in heftiger Bewegung sein, die Leidenschaft in Reden u. Geberden zu erkennen geben, Sp., wie Plut. non posse 20; κεκραγότες καὶ παϑαινόμενοι τὸν ἄγριον τρόπον, D. Hal. 3, 73; oft von den Rednern, z. B. D. Hal. iud. Lys. 9. – Auch von mimischen Künstlern, eine Leidenschaft darstellen, leidenschaftlich darstellen, so von einer Tänzerinn, πάντα παϑαίνεται, Automed. 3 (V, 129); cf. Ernesti lex. Technol. rhet. p. 237.
-
2 παθαίνω
-
3 παθαίνω
(αόρ. έπαθα и έπαθον) μετ.1) терпеть (убытки, потери и т. п.); претерпевать;παθαίνω αλλοιώσεις — претерпевать изменения;
παθαίνω ζημία — терпеть убытки;
2) испытать, вынести; выстрадать;έπαθε πολλά а) он многое испытал, много пережил; б) он сильно пострадал; § τί επαθες; что с тобой?; καλά να (τα) πάθεις! так тебе и надо!, поделом тебе!; θα την πάθουμε попадём мы в беду, будут у нас неприятности; την επαθε ему не повезло, он погорел на этом деле; την έπαθε σάν αγράμματος он попался как дурак;παθαίνομαι (тк ενεστ., παρατ) — рассердиться, вспылить; — взорваться
-
4 παθαίνω
[*][патэно) ρ. страдать, терпеть, выносить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παθαίνω
-
5 παθαίνω
[патэно ρ страдать, терпеть, выносить. -
6 παθαίνω
A make pathetic,τὰ μὴ ἔχοντα πάθος Corn.Rh.p.388
H.; fill with emotion,τοὺς ἀκροωμένους D.H.Dem.18
, cf. 20, Th.23:— [voice] Med., [tense] aor.ἐπαθηνάμην Luc.Am.29
; speak with passionate gestures,σύ μοι χολὴν κινεῖς παθαινομένη Men.Epit. 587
, cf. D.H.3.73, D.C.51.12; of an orator, D.H.Lys.9, Plu.2.447f, Luc.l.c.; of a dancer, AP5.128 (Autom.); of a musician, Plu.2.713a:—[voice] Pass., to be subject to passion or emotionally affected,π. κατὰ τὴν αἴσθησιν Porph.Abst.1.42
, cf. Sent. 29, Procl.Inst. 209.II in [voice] Pass., to be subject to external influences, Olymp. in Mete.9.28, Simp. in Cat.316.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παθαίνω
-
7 παθαίνω
(bir şey)e uğramak, maruz kalmak -
8 παθαίνω
sufferΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παθαίνω
-
9 авария
авария ж η αβαρία; η σύγκρουση, το τρακάρισμα (автомобильная)' потерпеть \аварияю παθαίνω αβαρία* * *жη αβαρία; η σύγκρουση, το τρακάρισμα ( автомобильная)потерпе́ть ава́рию — παθαίνω αβαρία
-
10 повреждение
повреждение с 1) (травма) το τραύμα, η βλάβη· получить \повреждение παθαίνω βλάβη 2) (машины и т. п.) η βλάβη* * *с1) ( травма) το τραύμα,η βλάβηполучи́ть поврежде́ние — παθαίνω βλάβη
2) (машины и т. п.) η βλάβη -
11 попадать
попадать, попасть 1) (очутиться) πέφτω, βρίσκομαι· как попасть на вокзал? πώς μπορώ να βγω στο\ σταθμό; 2) (в цель) πετυχαίνω ◇ \попадать в беду παθαίνω συμφορά* * *= попасть1) ( очутиться) πέφτω, βρίσκομαιкак попа́сть на вокза́л? — πώς μπορώ να βγω στο σταθμό
2) ( в цель) πετυχαίνω••попада́ть в беду́ — παθαίνω συμφορά
-
12 поражение
поражение с η ήττα; нанести \поражение νικώ; потерпеть \поражение παθαίνω ήττα, ηττώμαι; без \пораженией χωρίς ήττα* * *сη ήτταнанести́ пораже́ние — νικώ
потерпе́ть пораже́ние — παθαίνω ήττα, ηττώμαι
без пораже́ний — χωρίς ήττα
-
13 растягивать
растягивать, растянуть τεντώνω; παρατείνω (во времени)' растянуть связку παθαίνω διάστρεμμα \растягиваться τεντώνομαι, απλώνομαι* * *= растянутьτεντώνω; παρατείνω ( во времени)растяну́ть свя́зку — παθαίνω διάστρεμμα
-
14 терпеть
терпеть 1) υπομένω» κάνω υπομονή, υποφέρω (переносить, испытывать ) 2) (допускать) ανέχομαι 3): \терпеть поражение παθαίνω ήττα; \терпеть неудачу αποτυχαίνω* * *1) υπομένω, κάνω υπομονή, υποφέρω (переносить, испытывать)2) ( допускать) ανέχομαι3)терпе́ть пораже́ние — παθαίνω ήττα
терпе́ть неуда́чу — αποτυχαίνω
-
15 убыток
убыток Μ η ζημιά· нести (терпеть) \убыток ζημιώνω, παθαίνω ζημιά* * *мη ζημιάнести́ (терпе́ть) убы́ток — ζημιώνω, παθαίνω ζημιά
-
16 пиковый
пи́ков||ыйприл карт. τής πίκας, τοῦ μπαστουνιοῦ:\пиковыйая дама ἡ ντάμα πίκά \пиковый туз ὁ ἄσσος μπαστούνι· ◊ остаться при \пиковыйом интересе разг τήν παθαίνω χιώτικα, τήν παθαίνω σάν ἀγράμματος· попасть в \пиковыйое положение τά βρίσκω μπαστούνια, τά βρίσκω σκούρα. -
17 попадать
попада||тьнесов1. (в цель и т. п.) πετυχαίνω, πέφτω, βρίσκω·2. (очутиться где-л., тж. оказаться в каком-л. положении) πέφτω, βρίσκομαι:\попадать в незнакомое место βρίσκομαι σέ ἄγνωστο τόπο· \попадать в засаду πέφτω σέ ἐνέδρα· \попадать в беду́ παθαίνω συμφορά· \попадать в плеи πιάνομαι αίχμάλωτος· \попадать под суд διώκομαι δικαστικώς, δικάζομαι· \попадать под автомобиль μέ πατάει τό αὐτοκίνητο· \попадать под дождь μέ πιάνει ἡ βροχή·3. (проникать, оказываться где-л.) μπαίνω, φτάνω·4. (на работу, в школу и т. п.) γίνομαι δεκτός· ◊ \попадать впросак κάνω γκάφα, παθαίνω γκάφα[ν]· ему́ часто \попадатьет от отца а) τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τόν πατέρα του, б) συχνά τρώει ξύλο ἀπό τόν πατέρα του (о побоях). -
18 терпеть
терпетьнесов1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):\терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):\терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι. -
19 впросак
επίρ.: попасть(ся) впросак την παθαίνω, πέφτω στη λάσπη, παθαίνω γκάφα. -
20 лужа
-и θ.νερόλακκος, λό.μπα, λούτσα.сесть на -у (απλ.) πέφτω στη λόμπα ή πατώ την αγκινάρα (την παθαίνω, παθαίνω γκάφα).
См. также в других словарях:
παθαίνω — παθαίνω, έπαθα βλ. πίν. 176 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παθαίνω — (ΑΜ παθαίνω) (το μέσ. και παθ.) παθαίνομαι αισθάνομαι έντονη συγκίνηση, κυριεύομαι από ζωηρό πάθος (α. «κάθε φορά που συζητούμε πολιτικά παθαίνεται» β. «παθαίνομαι, όταν ακούω κλασική μουσική») νεοελλ. φρ. α) «καλά να (τά) πάθει» λέγεται για να… … Dictionary of Greek
παθαίνω — έπαθα, παθημένος αμτβ. 1. πάσχω, με βρίσκει κακό: Έπαθε πολλά στη ζωή του. 2. μέσ., παθαίνομαι νιώθω ζωηρή συγκίνηση: Όταν ακούω κιθάρα παθαίνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάσχω — παθαίνω, υποφέρω, είμαι άρρωστος, νοσώ: Πάσχει οπό φυματίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρολυκώνω — 1. πάσχω από υδροκήλη, παθαίνω δρολύκι 2. μτφ. παθαίνω διόγκωση τής κοιλιάς από υπερβολικό φαγητό … Dictionary of Greek
εξονειρώσσω — ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α) παθαίνω ονείρωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»] … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… … Dictionary of Greek
ναυαγώ — ναυάγησα, ναυαγισμένος 1. για πλοία και ανθρώπους, παθαίνω ναυάγιο στη θάλασσα, βυθίζομαι, κινδυνεύω: Πλοίο εμπορικό ναυάγησε στα ανοιχτά των ακτών της Ισπανίας. 2. μτφ., αποτυχαίνω, παθαίνω καταστροφή: Ναυάγησαν οι προσπάθειες για συμφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάζω — και σκάνω και σκάω έσκασα, σκασμένος 1. μτβ., προκαλώ ρήγμα: Του έσκασαν το μπαλόνι και κλαίει. 2. μτφ., στενοχωρώ πολύ κάποιον: Τον έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του. 3. αμτβ., παθαίνω ρήγμα: Έσκασαν οι τοίχοι από το σεισμό. – Έσκασαν τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia