Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

παθαίνω

  • 1 авария

    авария ж η αβαρία; η σύγκρουση, το τρακάρισμα (автомобильная)' потерпеть \аварияю παθαίνω αβαρία
    * * *
    ж
    η αβαρία; η σύγκρουση, το τρακάρισμα ( автомобильная)

    потерпе́ть ава́рию — παθαίνω αβαρία

    Русско-греческий словарь > авария

  • 2 повреждение

    повреждение с 1) (травма) το τραύμα, η βλάβη· получить \повреждение παθαίνω βλάβη 2) (машины и т. п.) η βλάβη
    * * *
    с
    1) ( травма) το τραύμα,η βλάβη

    получи́ть поврежде́ние — παθαίνω βλάβη

    2) (машины и т. п.) η βλάβη

    Русско-греческий словарь > повреждение

  • 3 попадать

    попадать, попасть 1) (очутиться) πέφτω, βρίσκομαι· как попасть на вокзал? πώς μπορώ να βγω στο\ σταθμό; 2) (в цель) πετυχαίνω ◇ \попадать в беду παθαίνω συμφορά
    * * *
    = попасть
    1) ( очутиться) πέφτω, βρίσκομαι

    как попа́сть на вокза́л? — πώς μπορώ να βγω στο σταθμό

    2) ( в цель) πετυχαίνω
    ••

    попада́ть в беду́ — παθαίνω συμφορά

    Русско-греческий словарь > попадать

  • 4 поражение

    поражение с η ήττα; нанести \поражение νικώ; потерпеть \поражение παθαίνω ήττα, ηττώμαι; без \пораженией χωρίς ήττα
    * * *
    с
    η ήττα

    нанести́ пораже́ние — νικώ

    потерпе́ть пораже́ние — παθαίνω ήττα, ηττώμαι

    без пораже́ний — χωρίς ήττα

    Русско-греческий словарь > поражение

  • 5 растягивать

    растягивать, растянуть τεντώνω; παρατείνω (во времени)' растянуть связку παθαίνω διάστρεμμα \растягиваться τεντώνομαι, απλώνομαι
    * * *
    = растянуть
    τεντώνω; παρατείνω ( во времени)

    растяну́ть свя́зку — παθαίνω διάστρεμμα

    Русско-греческий словарь > растягивать

  • 6 терпеть

    терпеть 1) υπομένω» κάνω υπομονή, υποφέρω (переносить, испытывать ) 2) (допускать) ανέχομαι 3): \терпеть поражение παθαίνω ήττα; \терпеть неудачу αποτυχαίνω
    * * *
    1) υπομένω, κάνω υπομονή, υποφέρω (переносить, испытывать)
    2) ( допускать) ανέχομαι
    3)

    терпе́ть пораже́ние — παθαίνω ήττα

    терпе́ть неуда́чу — αποτυχαίνω

    Русско-греческий словарь > терпеть

  • 7 убыток

    убыток Μ η ζημιά· нести (терпеть) \убыток ζημιώνω, παθαίνω ζημιά
    * * *
    м
    η ζημιά

    нести́ (терпе́ть) убы́ток — ζημιώνω, παθαίνω ζημιά

    Русско-греческий словарь > убыток

  • 8 пиковый

    пи́ков||ый
    прил карт. τής πίκας, τοῦ μπαστουνιοῦ:
    \пиковыйая дама ἡ ντάμα πίκά \пиковый туз ὁ ἄσσος μπαστούνι· ◊ остаться при \пиковыйом интересе разг τήν παθαίνω χιώτικα, τήν παθαίνω σάν ἀγράμματος· попасть в \пиковыйое положение τά βρίσκω μπαστούνια, τά βρίσκω σκούρα.

    Русско-новогреческий словарь > пиковый

  • 9 попадать

    попада||ть
    несов
    1. (в цель и т. п.) πετυχαίνω, πέφτω, βρίσκω·
    2. (очутиться где-л., тж. оказаться в каком-л. положении) πέφτω, βρίσκομαι:
    \попадать в незнакомое место βρίσκομαι σέ ἄγνωστο τόπο· \попадать в засаду πέφτω σέ ἐνέδρα· \попадать в беду́ παθαίνω συμφορά· \попадать в плеи πιάνομαι αίχμάλωτος· \попадать под суд διώκομαι δικαστικώς, δικάζομαι· \попадать под автомобиль μέ πατάει τό αὐτοκίνητο· \попадать под дождь μέ πιάνει ἡ βροχή·
    3. (проникать, оказываться где-л.) μπαίνω, φτάνω·
    4. (на работу, в школу и т. п.) γίνομαι δεκτός· ◊ \попадать впросак κάνω γκάφα, παθαίνω γκάφα[ν]· ему́ часто \попадатьет от отца а) τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τόν πατέρα του, б) συχνά τρώει ξύλο ἀπό τόν πατέρα του (о побоях).

    Русско-новогреческий словарь > попадать

  • 10 терпеть

    терпеть
    несов
    1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):
    \терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·
    2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:
    как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·
    3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):
    \терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > терпеть

  • 11 впросак

    επίρ.: попасть(ся) впросак την παθαίνω, πέφτω στη λάσπη, παθαίνω γκάφα.

    Большой русско-греческий словарь > впросак

  • 12 лужа

    θ.
    νερόλακκος, λό.μπα, λούτσα.
    сесть на -у (απλ.) πέφτω στη λόμπα ή πατώ την αγκινάρα (την παθαίνω, παθαίνω γκάφα).

    Большой русско-греческий словарь > лужа

  • 13 насидеть

    -ижу, -идишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насиженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κλωσσώ•

    курица -ла на все яйца η κλώσσα κλώσσισε όλα τ αυγά.

    2. μτφ. παθαίνω από το πολύ καθησιό•

    насидеть геморрой παθαίνω αιμορροΐδες από το πολύ καθησιό.

    1. κάθομαι πολύ, χορταίνω καθησιό.
    2. (με την πρόθ. без κ. ουσ.) στερούμαι κάθομαι, μένω χωρίς•

    без дела κάθομαι χωρίς δουλιά (ασχολία)•

    насидеть без денег μένω χωρίς χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > насидеть

  • 14 обжечь

    обожгу, обожжшь, обожгут, παρλθ. χρ. обжг, обожгла, обожгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обожженный, βρ: -жжён, -жжена, -жжено
    ρ.σ.μ.
    1. περικαίω•

    обжечь конец палки περικαίω την άκρη του πάσσαλου.

    2. προξενώ εγκαύματα στο δέρμα. || μτφ. φλογίζω, εμψυχώνω.
    3. καίω, ψήνω•

    обжечь кирпич ψήνω τούβλα•

    обжечь известь καίω ασβέστη.

    1. καίγομαι, παθαίνω εγκαύματα.
    2. μτφ. την παθαίνω.
    εκφρ.
    обжгшись на молоке будешь дуть и на воду – κάηκε η γριά στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι.

    Большой русско-греческий словарь > обжечь

  • 15 обмишулить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) απατώ, καλουπώνω, (ξε)γελώ.
    την παθαίνω, την πατώ, παθαίνω γκάφα.

    Большой русско-греческий словарь > обмишулить

  • 16 опростоволоситься

    -лощусь, -лосишься
    ρ.σ.
    την παθαίνω σαν κουτός, παθαίνω γκάφα.

    Большой русско-греческий словарь > опростоволоситься

  • 17 потерпеть

    ρ.σ., μτχ. παρλθ. χρ..потерпевший.
    1. υπομένω, κάνω υπομονή, ανέχομαι βαστώ, κρατώ•

    я не -шло таких беспорядков δε θα ανεχτώ τέτοια ακαταστασία•

    его уговаривали потерпеть τον συμβούλευαν να κάνει υπομονή.

    2. δοκιμάζω, υφίσταμαι, παθαίνω•

    потерпеть неудачу υφίσταμαι αποτυχία (αποτυχαίνω)•

    потерпеть кораблекрушение παθαίνω ναυάγιο (ναυαγώ), καραβοτσακίζομαι.

    || παλ. διώκομαι, καταδιώκομαι• υποφέρω•

    потерпеть за правду καταδιώκομαι για την αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > потерпеть

  • 18 авария

    ава́ри||я
    ж ἡ βλαβη, ἡ ἀβαρία, ἡ ζημιά:
    потерпеть \аварияю παθαίνω βλάβη; предотвратить \аварияю ἀποτρέπω βλάβη.

    Русско-новогреческий словарь > авария

  • 19 беда

    бед||а́
    ж ἡ δυστυχία, τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα, ἡ συμφορά:
    \беда в том, что...то κακό εἶναι ὀτι...; наделать бед τά κάνω μούσκεμα, τά κάνω ρόϊδο; попасть в \бедау παθαίνω συμφορά; ◊ не \беда δέν χάλασε ὁ κόσμος, δέν εἶναι τρομερό; на \бедау́ κατά κακή τύχη; мне с ним \беда ἔχω βρεί τό μπελά μου μαζύ του.

    Русско-новогреческий словарь > беда

  • 20 впросак

    впросак
    нареч:
    попасть(ся) \впросак разг κάνω γκάφα (сделать неловкость)/ τήν παθαίνω (быть обманутым).

    Русско-новогреческий словарь > впросак

См. также в других словарях:

  • παθαίνω — παθαίνω, έπαθα βλ. πίν. 176 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παθαίνω — (ΑΜ παθαίνω) (το μέσ. και παθ.) παθαίνομαι αισθάνομαι έντονη συγκίνηση, κυριεύομαι από ζωηρό πάθος (α. «κάθε φορά που συζητούμε πολιτικά παθαίνεται» β. «παθαίνομαι, όταν ακούω κλασική μουσική») νεοελλ. φρ. α) «καλά να (τά) πάθει» λέγεται για να… …   Dictionary of Greek

  • παθαίνω — έπαθα, παθημένος αμτβ. 1. πάσχω, με βρίσκει κακό: Έπαθε πολλά στη ζωή του. 2. μέσ., παθαίνομαι νιώθω ζωηρή συγκίνηση: Όταν ακούω κιθάρα παθαίνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάσχω — παθαίνω, υποφέρω, είμαι άρρωστος, νοσώ: Πάσχει οπό φυματίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρολυκώνω — 1. πάσχω από υδροκήλη, παθαίνω δρολύκι 2. μτφ. παθαίνω διόγκωση τής κοιλιάς από υπερβολικό φαγητό …   Dictionary of Greek

  • εξονειρώσσω — ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α) παθαίνω ονείρωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»] …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • ναυαγώ — ναυάγησα, ναυαγισμένος 1. για πλοία και ανθρώπους, παθαίνω ναυάγιο στη θάλασσα, βυθίζομαι, κινδυνεύω: Πλοίο εμπορικό ναυάγησε στα ανοιχτά των ακτών της Ισπανίας. 2. μτφ., αποτυχαίνω, παθαίνω καταστροφή: Ναυάγησαν οι προσπάθειες για συμφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάζω — και σκάνω και σκάω έσκασα, σκασμένος 1. μτβ., προκαλώ ρήγμα: Του έσκασαν το μπαλόνι και κλαίει. 2. μτφ., στενοχωρώ πολύ κάποιον: Τον έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του. 3. αμτβ., παθαίνω ρήγμα: Έσκασαν οι τοίχοι από το σεισμό. – Έσκασαν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»