Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παθαίνω

  • 81 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 82 доиграть

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ. доигранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αποπαίζω, αποτελειώνω το παιγνίδι, παίζω ως το τέλος•

    доиграть пьесу παίζω ως το τέλος το θεατρικό έργο•

    доиграть партию в шахматы παίζω ως το τέλος την παρτίδα στο σκάκι.

    1. παίζω ώσπου•

    дети доигрались до ссоры τα παιδιά έπαιξαν τόσο που στο τέλος μάλωσαν.

    2. μτφ. την παθαίνω, την πατώ•

    вот и -лся! 'να που την πάτησες!

    Большой русско-греческий словарь > доиграть

  • 83 достукаться

    -аюсь, -аешься
    ρ.σ.
    (απλωτό παρακάνω• την παθαίνω (από απερισκεψία, αφέλεια).

    Большой русско-греческий словарь > достукаться

  • 84 жечь

    жгу, жжешь, жгут; παρλθ. χρ. жег, жгла, жгло, ρ.δ.μ.
    1. καίω, βάζω φωτιά, πυρπολώ. || ανάβω. || καταναλώνω (ηλεκτρ. ρεύμα κ.τ.τ.).
    2. καίω, ψήνω•

    солнце жжет ο ήλιος καίει•

    жечь кофе ψήνω καφέ•

    жечь кирпичи ψήνω τούβλα.

    || κνίζω, τσουκνίζω, προκαλώ κνισμό, φαγούρα•

    крапива жжет η τσουκνίδα κνίζει.

    3. μτφ. ανάβω, επιφέρω ισχυρό πάθος, προκαλώ μεγάλη λύπη, καίω, φλογίζω.
    καίω. || καίγομαι, παθαίνω εγκαύματα.
    (απλ.) είμαι πανάκριβος, απρόσιτος στην τιμή.

    Большой русско-греческий словарь > жечь

  • 85 закупать

    ρ.δ. βλ. закупить.
    ρ.σ.μ. παραλουζω, βλάπτω με το πολύ μπάνιο.
    παραλούζομαι• παθαίνω από το πολύ μπάνιο.

    Большой русско-греческий словарь > закупать

  • 86 замешать

    ρ.σ.
    1. αναμιγνύω, ανακατεύω, μπλέκω, μπερδεύω (σε επικίνδυνη, άσχημη υπόθεση).
    2. αρχίζω να αναμιγνύω κλπ. ρ. 1 σημ.
    1. ανακατεύομαι, χάνομαι,• замешать в толпу ανακατεύομαι, στο πλήθος.
    2. μπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμιγνύομαι, (σε επικίνδυνη, βρωμερή υπόθεση).
    3. παλ. παθαίνω σύγχυση,τα χάνω.
    4. αρχίζωι να αναμιγνύομαι, να ανακατεύομαι, να μπλέκομαι, να μπερδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замешать

  • 87 запалить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) ανάβω, βάζω φωτιά.
    ρ.σ.μ.
    1. παραποτίζω, βλάπτω καθιδρωμένο άλογο.
    2. λαχανιάζω, κάνω να λαχανιάσει.
    3. αρχίζω να λαχανιάζω.
    παθαίνω εμφύσημα, άσθμα.

    Большой русско-греческий словарь > запалить

  • 88 запутать

    -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запутанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μπερδεύω, ανακατεύω, περιπλέκω (για κλωστές κ.τ.τ.).
    2. μτφ. συγχύζω, συγχέω•

    запутать дело μπερδεύω την υπόθεση,

    3. μτφ. σκοτίζω, θολώνω.
    4. μτφ. μπλέκω, τυλίγω (σε βρωμερή, ανήθικη υπόθεση).
    1. μπερδεύομαι κλπ. ρ.μ.
    2. μτφ. συγχύζομαι, παθαίνω σύγχυση (στην ομιλία, σκέψη κ.τ.τ.).
    3. χάνω το δρόμο, περιπλανιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > запутать

  • 89 засыпаться

    -плюсь, -плешься, προστκ. засыпься
    ρ.σ.
    (απλ.) πιάνομαι ως ένοχος, αποδείχνομαι ένοχος• παθαίνω συμφορά. || αποτυναίνω στις εξετάσεις.
    ρ.δ.
    βλ. засыпаться.
    ρ.δ.
    βλ. заспаться.

    Большой русско-греческий словарь > засыпаться

  • 90 заучить

    -учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μαθαίνω καλά, αφομοιώνω, αποστηθίζω•

    заучить роль μαθαίνω καλά το ρόλο•

    заучить наизусть стихотворение μαθαίνω απ’ έξω το ποίημα.

    2. καταπονώ, παιδεύω για να μάθει.
    διαβάζω πολύ. || παθαίνω, βλάπτομαι από το πολύ διάβασμα.

    Большой русско-греческий словарь > заучить

  • 91 зачерстветь

    -ею, -ешь ρ.σ.
    1. ξηραίνομαι, μπαγιατεύω.
    2. μτφ. γίνομαι σκληρός, άπονος, αναίσθητος, παθαίνω πώρωση.

    Большой русско-греческий словарь > зачерстветь

  • 92 зачитать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зачитанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. διαβάζω φωναχτά, εις υπήκοον•

    зачитать приказ διαβάζω διαταγή.

    2. καταστρέφω από το πολύ διάβασμα•

    письмо было зачитано до дыр το γράμμα τρύπησε από το πολύ διάβασμα.

    3. ιδιοποιούμαι βιβλίο.
    4. καταπονώ με το πολύ διάβασμα.
    5. αρχίζω να διαβάζω.
    1. ξεχνιέμαι διαβάζοντας.
    2. παραδιαβάζω• παθαίνω από το πολύ διάβασμα.

    Большой русско-греческий словарь > зачитать

  • 93 лопаться

    ρ.δ
    1. ραγίζω, σκάζω• θραύομαι•σπάζω•

    -лись водопроводные трубы ράγιζαν οι σωλήνες του υδραγωγείου•

    почки -лись τα μπουμπούκια έσκαζαν (έβγαιναν)•

    нарыв -ется το σπυρί σπάζει.

    2. (για βόμβες κλπ.) εκρήγνομαι, σκάζω.
    3. μτφ. χρεοκοπώ, φαλίρω, παθαίνω κραχ.
    εκφρ.
    терпение -ется – η υπομονή εξαντλείται τελείως•
    лопаться от ή с жиру – σκάζω από τα πολλά πάχια.

    Большой русско-греческий словарь > лопаться

  • 94 нажечь

    -жгу, -жжшь, -жгут, παρλθ. χρ. нажг
    -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нажженный, βρ: -жжен, -жжена, -жжено
    ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.)
    βλ. жечь.
    1. βλ. жечься.
    2. την παθαίνω, απατώμαι, καίγομαι•

    нажечь на покупке με γέλασαν στο αγόρασμα.

    Большой русско-греческий словарь > нажечь

  • 95 належать

    -жу, -жишь
    ρ.σ.μ. παθαίνω, βλάπτομαι από το πολύ ζάπλωμα ή την ακινησία•

    -пролежни μουδιάζω, ξενεύω.

    ξαπλώνω πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > належать

  • 96 наспать

    -плю, -пишь, παρλθ. χρ. наспал, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наспанный, βρ: -пан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    βλάπτω• παθαίνω από τον πολύ ύπνο•

    наспать мешки под глазами πρήζονται τα μάτια από τον πολύ ύπνο.

    κοιμούμαι πολύ, χορταίνω ύπνο.

    Большой русско-греческий словарь > наспать

  • 97 неловкость

    θ.
    1. αδεξιότητα.
    2. δυσχέρεια, δυσκολία.
    3. γκάφα•

    сделать неловкость κάνω (παθαίνω) γκάφα.

    4. συστολή, αιδημοσύνη• αμηχανία σύγχυση, σάστισμα.

    Большой русско-греческий словарь > неловкость

  • 98 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

  • 99 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 100 обгореть

    ρ.σ.
    1. περικαίομαι.
    2. ηλιοκαίομαι, παθαίνω ηλιακά εγκαύματα.

    Большой русско-греческий словарь > обгореть

См. также в других словарях:

  • παθαίνω — παθαίνω, έπαθα βλ. πίν. 176 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παθαίνω — (ΑΜ παθαίνω) (το μέσ. και παθ.) παθαίνομαι αισθάνομαι έντονη συγκίνηση, κυριεύομαι από ζωηρό πάθος (α. «κάθε φορά που συζητούμε πολιτικά παθαίνεται» β. «παθαίνομαι, όταν ακούω κλασική μουσική») νεοελλ. φρ. α) «καλά να (τά) πάθει» λέγεται για να… …   Dictionary of Greek

  • παθαίνω — έπαθα, παθημένος αμτβ. 1. πάσχω, με βρίσκει κακό: Έπαθε πολλά στη ζωή του. 2. μέσ., παθαίνομαι νιώθω ζωηρή συγκίνηση: Όταν ακούω κιθάρα παθαίνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάσχω — παθαίνω, υποφέρω, είμαι άρρωστος, νοσώ: Πάσχει οπό φυματίωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρολυκώνω — 1. πάσχω από υδροκήλη, παθαίνω δρολύκι 2. μτφ. παθαίνω διόγκωση τής κοιλιάς από υπερβολικό φαγητό …   Dictionary of Greek

  • εξονειρώσσω — ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α) παθαίνω ονείρωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»] …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • ναυαγώ — ναυάγησα, ναυαγισμένος 1. για πλοία και ανθρώπους, παθαίνω ναυάγιο στη θάλασσα, βυθίζομαι, κινδυνεύω: Πλοίο εμπορικό ναυάγησε στα ανοιχτά των ακτών της Ισπανίας. 2. μτφ., αποτυχαίνω, παθαίνω καταστροφή: Ναυάγησαν οι προσπάθειες για συμφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάζω — και σκάνω και σκάω έσκασα, σκασμένος 1. μτβ., προκαλώ ρήγμα: Του έσκασαν το μπαλόνι και κλαίει. 2. μτφ., στενοχωρώ πολύ κάποιον: Τον έσκασε αυτό το παιδί με το πείσμα του. 3. αμτβ., παθαίνω ρήγμα: Έσκασαν οι τοίχοι από το σεισμό. – Έσκασαν τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»