-
1 παγής
παγεύςpedestal: masc nom plπαγεύςpedestal: masc nom /voc plπᾱγῆς, πηγήrunning water: fem gen sg (attic epic doric ionic)——————πάσσωsprinkle: aor subj pass 2nd sgπήγνυμιAër.aor subj pass 2nd sgπᾱγῇς, πήγνυμιAër.aor subj pass 2nd sg (doric)πᾱγῇς, πηγήrunning water: fem dat pl (epic doric) -
2 Παγής
-
3 Παγῇς
-
4 παγῆς
Βλ. λ. παγής -
5 παγῇς
Βλ. λ. παγής -
6 πάγης
πάγηanything that fixes: fem gen sg (attic epic ionic)πάσσωsprinkle: aor ind pass 2nd sg (homeric ionic)πήγνυμιAër.aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) -
7 αὐτοπαγής
A compact of itself,γῆ Ephor.108
; rough,πέτροι Agatharch.32
; θαλάμαι, of a swarm of bees in the air, AP9.404 (Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπαγής
-
8 βυρσοπαγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοπαγής
-
9 γαλακτοπαγής
γᾰλακτο-πᾰγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτοπαγής
-
10 γλακτοπαγής
γλακτο-πᾰγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλακτοπαγής
-
11 γομφοπαγής
γομφο-πᾰγής, ές,A fastened with bolts: metaph., creaky, ῥήματα γομφοπαγῆ, of the long compound words of Aeschylus, Ar.Ra. 824.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γομφοπαγής
-
12 γουνοπαχής
γουνο-πᾰχής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γουνοπαχής
-
13 γυιοπαγής
γυιο-πᾰγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυιοπαγής
-
14 δορυπαγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δορυπαγής
-
15 δουροπαγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουροπαγής
-
16 δροσοπαγής
δροσο-πᾰγής, ές,A dew-nourished, Ph.Byz.Mir.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δροσοπαγής
-
17 δρυοπαγὴς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δρυοπαγὴς
-
18 θειοπαγής
θειο-πᾰγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θειοπαγής
-
19 καινοπαγής
καινο-πᾰγής, ές,A v. καινοπαθής.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινοπαγής
-
20 κρατοπλαγής
κρᾱτο-πλᾰγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατοπλαγής
См. также в других словарях:
παγῆς — παγεύς pedestal masc nom pl παγεύς pedestal masc nom/voc pl πᾱγῆς , πηγή running water fem gen sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παγῇς — Παγαί fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγῇς — πάσσω sprinkle aor subj pass 2nd sg πήγνυμι Aër. aor subj pass 2nd sg πᾱγῇς , πήγνυμι Aër. aor subj pass 2nd sg (doric) πᾱγῇς , πηγή running water fem dat pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγης — πάγη anything that fixes fem gen sg (attic epic ionic) πάσσω sprinkle aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) πήγνυμι Aër. aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαγής — εὐπαγής, ές (ΑΜ) (για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός αρχ. 1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος 2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα 3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο 4. αυτός… … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
ζεσελαιοπαγής — ζεσελαιοπαγής, ές (Α) (κωμ. επίθ. για πλακούντα, για πίτα) μαγειρεμένος σε λάδι που βράζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + παγής (< πήγνυμι) πρβλ. ξυλο παγής, συμ παγής] … Dictionary of Greek
ηλοπαγής — ές (Α ἡλοπαγής, ές) ο στερεωμένος με καρφιά, ο καρφωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + παγής (< επάγην, αόρ. τού πήγνυμαι), πρβλ. ξυλο παγής, προσωπο παγής] … Dictionary of Greek
ημιπαγής — ἡμιπαγής, ές (Α) ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ νεοελλ. ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος τού προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα αρχ. 1. (μτφ. για τη μάθηση)… … Dictionary of Greek
θειοπαγής — θειοπαγής, ές (Α) ο κατασκευασμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, συμ παγής] … Dictionary of Greek
θεοπαγής — θεοπαγής, ες (Μ) ο θεμελιωμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. συμ παγής, υδρο παγής] … Dictionary of Greek